Anonymous

σώφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σώφρων''': Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Λατ. san?e mentis, (ἐκ τοῦ σῶς, [[φρήν]], πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - [[ὅθεν]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], «[[διακριτικός]]», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ [[ἄφρων]], Θέογν. 431, 454, 497· τῷ [[νήπιος]], ὁ αὐτ. 483· τῷ [[ἀνόητος]], Ἡρόδ. 1. 4· [[σώφρων]] περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[μῦθος]] Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. [[οἶκτος]], [[εὔλογος]], [[πρέπων]], προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. [[κήρυγμα]] Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μάλιστα]], ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, [[ἐγκρατής]], [[μέτριος]], [[ἁγνός]], [[νηφάλιος]], ([[σώφρων]] ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· [[τράπεζα]], [[δίαιτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· [[ἀριστοκρατία]] Θουκ. 3. 82· [[χάρις]] ὁ αὐτ. 58· [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα [[λάγδην]] πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, [[μετὰ]] προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε.
|lstext='''σώφρων''': Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Λατ. san?e mentis, (ἐκ τοῦ σῶς, [[φρήν]], πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - [[ὅθεν]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], «[[διακριτικός]]», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ [[ἄφρων]], Θέογν. 431, 454, 497· τῷ [[νήπιος]], ὁ αὐτ. 483· τῷ [[ἀνόητος]], Ἡρόδ. 1. 4· [[σώφρων]] περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[μῦθος]] Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. [[οἶκτος]], [[εὔλογος]], [[πρέπων]], προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. [[κήρυγμα]] Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μάλιστα]], ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, [[ἐγκρατής]], [[μέτριος]], [[ἁγνός]], [[νηφάλιος]], ([[σώφρων]] ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· [[τράπεζα]], [[δίαιτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· [[ἀριστοκρατία]] Θουκ. 3. 82· [[χάρις]] ὁ αὐτ. 58· [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα [[λάγδην]] πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, [[μετὰ]] προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>litt.</i> sain d’esprit <i>ou</i> de cœur, <i>d’où</i> :<br /><b>I.</b> sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;<br /><b>II.</b> modéré dans ses désirs, tempérant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;<br /><b>2</b> modéré;<br /><i>Cp.</i> σωφρονέστερος, <i>Sp.</i> σωφρονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σῶς]], [[φρήν]].
}}
}}