Anonymous

συνυποφύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνυποφύομαι''': Παθητ., ὑποφύομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.
|lstext='''συνυποφύομαι''': Παθητ., ὑποφύομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συνυποφύσομαι, <i>ao.2</i> συνυπέφυν, <i>etc.</i><br />naître <i>ou</i> croître ensemble dessous.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ὑποφύομαι.
}}
}}