Anonymous

τεταραγμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετᾰραγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[ταράσσω]], ἐν συγχύσει, ἐν ταραχῇ, Πλάτ. Νόμ. 668Ε, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 262, Πλουτ. Ἀντών. 37.
|lstext='''τετᾰραγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[ταράσσω]], ἐν συγχύσει, ἐν ταραχῇ, Πλάτ. Νόμ. 668Ε, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 262, Πλουτ. Ἀντών. 37.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en désordre.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ταράσσω]].
}}
}}