τεταραγμένως
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
Adv., (ταράσσω) confusedly, Pl.Lg.668e, Isoc.15.245, Epicur.Ep.1p.14U., J.Vit.17, Plu.Ant.37.
German (Pape)
[Seite 1096] adv. part. perf. pass. von ταράσσω, zerstreu't, unordentlich, Plat. Legg. II, 668 e.
French (Bailly abrégé)
adv.
en désordre.
Étymologie: part. pf. Pass. de ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
τετᾰραγμένως: ταράσσω в беспорядке, беспорядочно Isocr., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τετᾰραγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ταράσσω, ἐν συγχύσει, ἐν ταραχῇ, Πλάτ. Νόμ. 668Ε, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 262, Πλουτ. Ἀντών. 37.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῖσθαι», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος του ταράσσω.
Greek Monotonic
τετᾰραγμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., σε σύγχυση, σε ταραχή, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
[adverb from perf. pass. part.]
confusedly, Isocr.