3,274,216
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίγλῠφος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] γλυφάς, εἰς [[τρία]] κεχωρισμένος, αἰχμὴ τρ., ἡ [[τρίαινα]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 377. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[τρίγλυφος]], ἡ, ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ τοῦ Δωρικοῦ ῥυθμοῦ, [[μάρμαρον]] ἔχον [[τρεῖς]] γλυφὰς παραλλήλους καὶ τιθέμενον κατὰ ἴσα διαστήματα [[ὑπὲρ]] τὸ [[ἐπιστύλιον]]˙Ϗ φαίνεται ὅτι [[ταῦτα]] κατ’ ἀρχὰς ἦσαν τὰ [[ἄκρα]] τῶν δοκῶν (τὰ δὲ μεταξὺ διαστήματα κατ’ ἀρχὰς ἔμενον κενὰ καὶ ἐκαλοῦντο ὀπαί, [[εἶτα]] δὲ ἐπληρώθησαν καὶ ἐκλήθησαν μετόπαι), παστάδων [[ὑπὲρ]] τέρεμνα Δωρικάς τε τριγλύφους Εὐρ. Ὀρ. 1372˙ πασσαλεύειν [[κρᾶτα]] τριγλύφοις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1214˙Ϗ γεῖσα τριγλύφων ([[οὕτως]] ὁ Blomf. ἀντὶ γ’ [[εἴσω]]) τὸ ([[ὑπεράνω]]) τῶν τριγλύφων [[γεῖσον]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 113˙Ϗ - [[ὡσαύτως]] τρίγλυφον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 2˙ «[[ὅταν]] με καλέσῃ [[πλούσιος]] [[δεῖπνον]] ποιῶν, οὐ κατανοῶ τὰ τρίγλυφ’ οὐδὲ τὰς στέγας, οὐδὲ [[δοκιμάζω]] τοὺς Κορινθίους κάδους, ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγείρου τὸν καπνὸν» Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 2, ἴδε Λεξικὸν Ἑλλ. Ἀρχαιολ. ὑπὸ Α. Ρ. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. | |lstext='''τρίγλῠφος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] γλυφάς, εἰς [[τρία]] κεχωρισμένος, αἰχμὴ τρ., ἡ [[τρίαινα]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 377. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[τρίγλυφος]], ἡ, ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ τοῦ Δωρικοῦ ῥυθμοῦ, [[μάρμαρον]] ἔχον [[τρεῖς]] γλυφὰς παραλλήλους καὶ τιθέμενον κατὰ ἴσα διαστήματα [[ὑπὲρ]] τὸ [[ἐπιστύλιον]]˙Ϗ φαίνεται ὅτι [[ταῦτα]] κατ’ ἀρχὰς ἦσαν τὰ [[ἄκρα]] τῶν δοκῶν (τὰ δὲ μεταξὺ διαστήματα κατ’ ἀρχὰς ἔμενον κενὰ καὶ ἐκαλοῦντο ὀπαί, [[εἶτα]] δὲ ἐπληρώθησαν καὶ ἐκλήθησαν μετόπαι), παστάδων [[ὑπὲρ]] τέρεμνα Δωρικάς τε τριγλύφους Εὐρ. Ὀρ. 1372˙ πασσαλεύειν [[κρᾶτα]] τριγλύφοις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1214˙Ϗ γεῖσα τριγλύφων ([[οὕτως]] ὁ Blomf. ἀντὶ γ’ [[εἴσω]]) τὸ ([[ὑπεράνω]]) τῶν τριγλύφων [[γεῖσον]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 113˙Ϗ - [[ὡσαύτως]] τρίγλυφον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 2˙ «[[ὅταν]] με καλέσῃ [[πλούσιος]] [[δεῖπνον]] ποιῶν, οὐ κατανοῶ τὰ τρίγλυφ’ οὐδὲ τὰς στέγας, οὐδὲ [[δοκιμάζω]] τοὺς Κορινθίους κάδους, ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγείρου τὸν καπνὸν» Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 2, ἴδε Λεξικὸν Ἑλλ. Ἀρχαιολ. ὑπὸ Α. Ρ. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à trois pointes ; τὸ τρίγλυφον triglyphe, ornement des architraves d’ordre dorique <i>t. d’archit.</i><br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλύφω]]. | |||
}} | }} |