3,274,919
edits
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τέλμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, στάσιμον [[ὕδωρ]], λιμνάζον [[ὕδωρ]], [[ἕλος]], «βάλτος», «βοῦρκος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1593, Πλάτ. Φαίδων 109Β, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 11· ἐν τῷ πληθ., [[χώρα]] χθαμαλὴ ὑποκειμένη εἰς πλήμμυραν, Ἡρόδ. 2. 93· ἡ [[ἰλὺς]] ἡ κατὰ τὴν ἄκραν τῆς ὄχθης ποταμοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 46. ΙΙ. ὁ [[πηλὸς]] λιμνάζοντος ὕδατος, ὁ πρὸς οἰκοδομὴν [[χρήσιμος]] πηλός, «λάσπη», τέλματι ἀσφάλτῳ χρῆσθαι Ἡρόδ. 1. 179, πρβλ. [[τελμίς]]. 2) ὁ [[χῶρος]] ὃν καταλαμβάνει ὁ [[πηλὸς]] μεταξὺ τῶν λίθων ἐν ταῖς οἰκοδομαῖς, Προκόπ. | |lstext='''τέλμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, στάσιμον [[ὕδωρ]], λιμνάζον [[ὕδωρ]], [[ἕλος]], «βάλτος», «βοῦρκος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1593, Πλάτ. Φαίδων 109Β, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 11· ἐν τῷ πληθ., [[χώρα]] χθαμαλὴ ὑποκειμένη εἰς πλήμμυραν, Ἡρόδ. 2. 93· ἡ [[ἰλὺς]] ἡ κατὰ τὴν ἄκραν τῆς ὄχθης ποταμοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 46. ΙΙ. ὁ [[πηλὸς]] λιμνάζοντος ὕδατος, ὁ πρὸς οἰκοδομὴν [[χρήσιμος]] πηλός, «λάσπη», τέλματι ἀσφάλτῳ χρῆσθαι Ἡρόδ. 1. 179, πρβλ. [[τελμίς]]. 2) ὁ [[χῶρος]] ὃν καταλαμβάνει ὁ [[πηλὸς]] μεταξὺ τῶν λίθων ἐν ταῖς οἰκοδομαῖς, Προκόπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> eau stagnante, marais, endroit marécageux ; τὰ τέλματα basses terres exposées aux inondations;<br /><b>2</b> boue, vase ; <i>p. anal.</i> ciment, mortier.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |