Anonymous

τρίπους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπους''': ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πόδας, ἐκ τριῶν ποδῶν συγκείμενος [[ὅθεν]] Ι. ὁ ἔχων ἔκτασιν τριῶν ποδῶν, τρ. τὸ εὖρος Ἡρόδ. 3. 60· τρ. [[πλάτος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 160Α. 14. ὅρους... μὴ ἔλαττον ἢ τρίποδας [[αὐτόθι]] 93. 24· τρ. γραμμὴ Πλάτ. Μένων 83Ε. ΙΙ. ὁ βαδίζων ἐπὶ τριῶν ποδῶν, παροιμ., ἐπὶ γέροντος στηριζομένου ἐπὶ τῆς βακτηρίας, τρίποδι βροτῷ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531· τρίποδας ὁδοὺς στείχει Αἰσχύλ. Ἀγ. 80· πρβλ. [[τριτοβάμων]], καὶ ἴδε τὸ [[αἴνιγμα]] τῆς Σφιγγὸς ἐν τῇ Ὑποθέσει εἰς Σοφ. Ο. Τ. ΙΙΙ. ἐπὶ τραπεζῶν, ἀγγείων, κλπ., ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πόδας, τρ. [[λέβης]] Αἰσχύλ., Ἀποσπ. 1· [[τράπεζα]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 447· [[ὑπόβασις]] Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Β· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον IV. ὡς οὐσιαστ., [[τρίπους]], ὁ, 1) [[λέβης]] ἐκ χαλκοῦ ἔχων [[τρεῖς]] πόδας, ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν Ἰλ. Σ. 344 κἑξ., Ὀδ. Θ. 434, κλπ.· [[τρίπους]] [[ἐμπυριβήτης]] Ἰλ. Ψ. 702· [[ὑψίβατος]] τρ. [[ἀμφίπυρος]] Σοφ. Αἴ. 1405· ― πλὴν τούτων ὑπῆρχον καὶ τρ. ἄπυροι, μὴ προωρισμένοι διὰ τὸ πῦρ, οἵτινες, φαίνεται, ἦσαν εἰργασμένοι [[μετὰ]] πολλῆς τέχνης καὶ ἐτηροῦντο ὡς κοσμήματα τοῦ οἴκου, Ἰλ. Ι. 122, 264, πρβλ. Σ. 373 κἑξ., Παυσ. 4. 32, 1· ― ἢ ἐχρησίμευον ὡς κρατῆρες, Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Α, Φύλαρχος [[αὐτόθι]] 142D. ― Παρ’ Ὁμ. [[συχνάκις]] μνημονεύονται τρίποδες διδόμενοι ὡς ἆθλα, ἵπποι… ἐλθόντες μετ’ ἄεθλα· περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι Ἰλ. Λ. 700· ἱππεῦσιν… ἄεθλα θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι... καὶ τρίποδ’ ὠτώεντα Ψ. 204, 485, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ὡς τιμητικὸν [[δῶρον]], πρώτῳ τοι μετ’ ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω, ἢ τρίποδ’ ἠὲ δύω ἵππους αὐτοῖσιν ὄχεσθιν Θ. 290, Ὀδ. Ν. 13. Ἐν μεταγεν. χρόνοις τρίποδες λεπτῆς ἐργασίας φέροντες ἐπιγραφὰς ἐτίθεντο ὡς ἀναθηματικὰ δῶρα ἐν ναοῖς, [[μάλιστα]] δὲ ἐν τῷ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς· οὗτοι [[τότε]] ἐκαλοῦντο τρ. ἀναθηματικοί, Δελφικοὶ (Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμηρ.)· καὶ ὁδὸς δέ τις ἐν Ἀθήναις κοσμουμένη διὰ τῶν ἀναθημάτων τούτων ἐκαλεῖτο οἱ Τρίποδες, Παυσ. 1. 20, 1· ἢ διετηροῦντο ἐν τοῖς οἴκοις, Πινδ. Ι. 1. 27. [[Κατὰ]] τὸ πλεῖστον ἦσαν ἐκ χαλκοῦ, [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] καὶ ἐκ πολυτίμων μετάλλων, ἔτι δὲ καὶ ἐκ χρυσοῦ, Ἡρόδ. 8. 82., 9. 81, Πινδ. Π. 11. 7, Ἀριστοφ. Πλ. 9, Θουκ. 1. 132, Λυσί. 161, 38, Παυσ. 10. 13, 9, πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· [[ἐνίοτε]] ἐκ ξύλου, Παυσ. 4. 12, 8. 2)ἐκ τοιούτου τινὸς τρίποδος (Λατ. cortina) ἡ ἐν Δελφοῖς [[ἱέρεια]] ἐχρησμοδότει καθημένη ἐπὶ τοῦ ὅλμου (ἴδε τὴν λέξ.), Εὐρ. Ἴων 91, Ὀρ. 161, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016, κλπ.· ― μεταφ., [[ὅταν]] ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται [ὁ ποιητὴς] Πλάτ. Νόμ. 719C· παροιμ., ὡς ἐκ τρίποδος λέγειν, δηλ. αὐθεντικῶς, δογματικῶς, Ἀθήν. 37, ἐν τέλ.· οὕτω, τὰ ἀπὸ τρίποδος, τὰ ἐκ τρ. Παροιμιογρ., πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 29. 3) ὡς [[ὅριον]] γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 93 24., 1711Α, 15. 4) [[τράπεζα]] ἔχουσα [[τρεῖς]] πόδας, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21, Πλούτ., κλπ. 5) [[εἶδος]] ἐνωτίου ἔχοντος [[σχῆμα]] τρίποδος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 97. 6) μυστικόν τι [[ὄργανον]] περιγραφόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρτέμωνος παρ’ Ἀθην. 637Β. ― Ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397-398, 866.
|lstext='''τρίπους''': ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πόδας, ἐκ τριῶν ποδῶν συγκείμενος [[ὅθεν]] Ι. ὁ ἔχων ἔκτασιν τριῶν ποδῶν, τρ. τὸ εὖρος Ἡρόδ. 3. 60· τρ. [[πλάτος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 160Α. 14. ὅρους... μὴ ἔλαττον ἢ τρίποδας [[αὐτόθι]] 93. 24· τρ. γραμμὴ Πλάτ. Μένων 83Ε. ΙΙ. ὁ βαδίζων ἐπὶ τριῶν ποδῶν, παροιμ., ἐπὶ γέροντος στηριζομένου ἐπὶ τῆς βακτηρίας, τρίποδι βροτῷ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531· τρίποδας ὁδοὺς στείχει Αἰσχύλ. Ἀγ. 80· πρβλ. [[τριτοβάμων]], καὶ ἴδε τὸ [[αἴνιγμα]] τῆς Σφιγγὸς ἐν τῇ Ὑποθέσει εἰς Σοφ. Ο. Τ. ΙΙΙ. ἐπὶ τραπεζῶν, ἀγγείων, κλπ., ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πόδας, τρ. [[λέβης]] Αἰσχύλ., Ἀποσπ. 1· [[τράπεζα]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 447· [[ὑπόβασις]] Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Β· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον IV. ὡς οὐσιαστ., [[τρίπους]], ὁ, 1) [[λέβης]] ἐκ χαλκοῦ ἔχων [[τρεῖς]] πόδας, ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν Ἰλ. Σ. 344 κἑξ., Ὀδ. Θ. 434, κλπ.· [[τρίπους]] [[ἐμπυριβήτης]] Ἰλ. Ψ. 702· [[ὑψίβατος]] τρ. [[ἀμφίπυρος]] Σοφ. Αἴ. 1405· ― πλὴν τούτων ὑπῆρχον καὶ τρ. ἄπυροι, μὴ προωρισμένοι διὰ τὸ πῦρ, οἵτινες, φαίνεται, ἦσαν εἰργασμένοι [[μετὰ]] πολλῆς τέχνης καὶ ἐτηροῦντο ὡς κοσμήματα τοῦ οἴκου, Ἰλ. Ι. 122, 264, πρβλ. Σ. 373 κἑξ., Παυσ. 4. 32, 1· ― ἢ ἐχρησίμευον ὡς κρατῆρες, Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Α, Φύλαρχος [[αὐτόθι]] 142D. ― Παρ’ Ὁμ. [[συχνάκις]] μνημονεύονται τρίποδες διδόμενοι ὡς ἆθλα, ἵπποι… ἐλθόντες μετ’ ἄεθλα· περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι Ἰλ. Λ. 700· ἱππεῦσιν… ἄεθλα θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι... καὶ τρίποδ’ ὠτώεντα Ψ. 204, 485, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ὡς τιμητικὸν [[δῶρον]], πρώτῳ τοι μετ’ ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω, ἢ τρίποδ’ ἠὲ δύω ἵππους αὐτοῖσιν ὄχεσθιν Θ. 290, Ὀδ. Ν. 13. Ἐν μεταγεν. χρόνοις τρίποδες λεπτῆς ἐργασίας φέροντες ἐπιγραφὰς ἐτίθεντο ὡς ἀναθηματικὰ δῶρα ἐν ναοῖς, [[μάλιστα]] δὲ ἐν τῷ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς· οὗτοι [[τότε]] ἐκαλοῦντο τρ. ἀναθηματικοί, Δελφικοὶ (Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμηρ.)· καὶ ὁδὸς δέ τις ἐν Ἀθήναις κοσμουμένη διὰ τῶν ἀναθημάτων τούτων ἐκαλεῖτο οἱ Τρίποδες, Παυσ. 1. 20, 1· ἢ διετηροῦντο ἐν τοῖς οἴκοις, Πινδ. Ι. 1. 27. [[Κατὰ]] τὸ πλεῖστον ἦσαν ἐκ χαλκοῦ, [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] καὶ ἐκ πολυτίμων μετάλλων, ἔτι δὲ καὶ ἐκ χρυσοῦ, Ἡρόδ. 8. 82., 9. 81, Πινδ. Π. 11. 7, Ἀριστοφ. Πλ. 9, Θουκ. 1. 132, Λυσί. 161, 38, Παυσ. 10. 13, 9, πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· [[ἐνίοτε]] ἐκ ξύλου, Παυσ. 4. 12, 8. 2)ἐκ τοιούτου τινὸς τρίποδος (Λατ. cortina) ἡ ἐν Δελφοῖς [[ἱέρεια]] ἐχρησμοδότει καθημένη ἐπὶ τοῦ ὅλμου (ἴδε τὴν λέξ.), Εὐρ. Ἴων 91, Ὀρ. 161, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016, κλπ.· ― μεταφ., [[ὅταν]] ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται [ὁ ποιητὴς] Πλάτ. Νόμ. 719C· παροιμ., ὡς ἐκ τρίποδος λέγειν, δηλ. αὐθεντικῶς, δογματικῶς, Ἀθήν. 37, ἐν τέλ.· οὕτω, τὰ ἀπὸ τρίποδος, τὰ ἐκ τρ. Παροιμιογρ., πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 29. 3) ὡς [[ὅριον]] γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 93 24., 1711Α, 15. 4) [[τράπεζα]] ἔχουσα [[τρεῖς]] πόδας, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21, Πλούτ., κλπ. 5) [[εἶδος]] ἐνωτίου ἔχοντος [[σχῆμα]] τρίποδος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 97. 6) μυστικόν τι [[ὄργανον]] περιγραφόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρτέμωνος παρ’ Ἀθην. 637Β. ― Ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397-398, 866.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> τρίποδος<br /><b>I.</b> à trois pieds : τρίποδας ὁδοὺς στείχειν ESCHL faire la route sur trois pieds, <i>càd</i> à l’aide d’un bâton ; ὁ [[τρίπους]] :<br /><b>1</b> trépied, vase à trois pieds;<br /><b>2</b> siège à trois pieds, <i>particul.</i> trépied sacré d’Apollon sur lequel siégeait la Pythie pour rendre ses oracles ; τὰ [[ἐς]] τρίποδος PLUT les oracles du trépied;<br /><b>3</b> table à trois pieds;<br /><b>II.</b> long, large, <i>etc.</i> de trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πούς]].
}}
}}