Anonymous

ὑπεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεξανίσταμαι''': [[ὑπανίσταμαι]], Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· [[πρός]] τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ [[κάμνω]] τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188.
|lstext='''ὑπεξανίσταμαι''': [[ὑπανίσταμαι]], Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· [[πρός]] τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ [[κάμνω]] τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever pour faire place à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐξανίσταμαι.
}}
}}