Anonymous

ὑπεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever pour faire place à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐξανίσταμαι.
|btext=<i>f.</i> ὑπεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever pour faire place à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐξανίσταμαι.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> εξεγείρομαι, [[εξορμώ]] («[[Πύρρος]] δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) σηκώνομαι ή [[παραμερίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον σε [[ένδειξη]] σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}