Anonymous

ὑπερμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερμάχομαι''': ἀποθετ., = [[ὑπερμαχέω]], τινὸς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 53, κλπ.· τάδ’ ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι, θὰ ἀγωνισθῶ ὡς [[ὑπὲρ]] τοῦ πατρός μου, Σοφ. Ο. Τ. 265· πρβλ. ὑπερμᾰχέω.
|lstext='''ὑπερμάχομαι''': ἀποθετ., = [[ὑπερμαχέω]], τινὸς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 53, κλπ.· τάδ’ ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι, θὰ ἀγωνισθῶ ὡς [[ὑπὲρ]] τοῦ πατρός μου, Σοφ. Ο. Τ. 265· πρβλ. ὑπερμᾰχέω.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερμαχέσομαι, <i>att.</i> ὑπερμαχοῦμαι, <i>ao.</i> ὑπερεμαχεσάμην;<br />combattre pour, prendre la défense de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μάχομαι]].
}}
}}