ὑπερμάχομαι
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
= ὑπερμαχέω, τῆς ἐλευθερίας Id.Cat.Mi.53; τάδ' ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι will fight this battle for him, S. OT265.
German (Pape)
[Seite 1198] (s. μάχομαι), für Einen fechten, ihn vertheidigen, τινός, ἀνθ' ὧν ἐγὼ τάδ' ὡςπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι Soph. O. R. 263.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερμαχέσομαι, att. ὑπερμαχοῦμαι, ao. ὑπερεμαχεσάμην;
combattre pour, prendre la défense de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμάχομαι: Soph., Plut. = ὑπερμαχέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμάχομαι: ἀποθετ., = ὑπερμαχέω, τινὸς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 53, κλπ.· τάδ’ ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι, θὰ ἀγωνισθῶ ὡς ὑπὲρ τοῦ πατρός μου, Σοφ. Ο. Τ. 265· πρβλ. ὑπερμᾰχέω.
Greek Monolingual
Α μάχομαι
μάχομαι υπέρ κάποιου, υπερμαχώ («ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρός, ὑπερμαχοῦμαι», Σοφ.).
Greek Monotonic
ὑπερμάχομαι: αποθ., = ὑπερμαχέω, σε Πλούτ.· τάδε πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι, θα δώσει τη μάχη αυτή για λογαριασμό εκείνου, σε Σοφ.
Middle Liddell
Dep. = ὑπερμαχέω, Plut.; τάδ' πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι will fight this battle for him, Soph.