Anonymous

ὑποτρέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι καὶ -[[δραμοῦμαι]]· ἀόρ. -έδρᾰμον· ποιητ. πρκμ. -δέδρομα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 284· -δεδρόμηκα (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ). Τρέχω [[ὑποκάτω]], ἦ τοι ὁ μὲν [[δόρυ]] μακρὸν ἀνέσχετο [[δῖος]] Ἀχιλλεὺς οὐτάμεναι μεμαώς, ὁ δὲ ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας, ἔδραμεν (ὑπὸ τὸν ὑψωθέντα βραχίονα τοῦ Ἀχιλλέως) καὶ κύψας ἐλάβετο τῶν γονάτων [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Φ. 68, Ὀδ. Κ. 323 (ἂν καὶ δύναται νὰ σημαίνῃ [[ἁπλῶς]], ἔδραμε πρὸς αὐτόν)· ὑπ. πρὸς στέρνα πατρὸς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 631, πρβλ. 636· ὑπέδραμε ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου Ἡρόδ. 7. 88· ὑπ. ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν Ἀντιφῶν 121. 30· μεταγεν. μετ’ αἰτ., ὑπ. πρῶνας Θεμίστ. 168Β· πτωχὸς ὁ [[Σωκράτης]] ἀλλ’ ὑπέτρεχεν [[αὐτοῦ]] τὸν τρίβωνα Ἀλκιβιάδης, ἔτρεχεν ὑπὸ τὸν τρ., Φιλοστρ. Ἐπιστ. 44· [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. ταῖς πλατάνοις Πλούτ. 2. 185Ε· ναυλόχοις [[αὐτόθι]] 243Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι [[ὑποκάτω]], [[ὑποδέδρομε]] [[βῆσσα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 284. ΙΙΙ. [[εἰσέρχομαι]] δρομαίως [[μεταξύ]], [[διακόπτω]], [[ἀποχωρίζω]] ἢ [[ἀποκλείω]], ὡς τὸ ὑποτέμνομαι, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2, 12· τὰ κορίανν’ ἐπριάμην ὑποδραμὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 676· ἡ [[σελήνη]] ὑπ. τὸν ἥλιον Θεμίστ. 2) = [[ὑποσκελίζω]], [[ἀνατρέπω]], ἐξαπατῶ, τῶν στρατηγῶν ὑποδραμὼν τοὺς ([[οὕτως]] ὁ Bentl. ἀντὶ τῶν) ἐν Πύλῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 742. 3) [[διακόπτω]], Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 15. 4) ζητῶ νὰ [[λάβω]], νὰ ἀποκτήσω, νὰ κερδήσω, δόξαν, τιμὴν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 38, κλπ. IV. [[εἰσέρχομαι]] ἐξ ἀπροόπτου ἢ ἀνεπαισθήτως, Λατ. subire, χρῶ πῦρ ὑποδεδρόμακε Σαπφὼ 2. 10· - [[ὡσαύτως]], [[ἐπέρχομαι]] εἰς τὸν νοῦν τινος, [[ἐπέρχομαι]] εἴς τινα, ὡς τὸ Λατ. succurrit mihi, ἐπὶ διανοημάτων καὶ αἰσθημάτων, ὑπ. τις ἔννοιά τινι Πολύβ. 16. 6, 10· ἀπελπισμὸς ὑπ. τινι ὁ αὐτ. 31. 8, 11· [[ὡσαύτως]], μετ’ αἰτ., ἀπελπισμὸς ὑποτρέχει τινὰ ὁ αὐτ. 31. 8, 11· ἀπολ., ὁ αὐτ. 9. 10, 6· οὐχ ὑπέδραμε δέ, δὲν ἐπῆλθε δέ..., Στράβ. 554, πρβλ. Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 4. 2, 2· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πολύβ. 14. 12, 5. V. ὡς τὸ [[ὑπέρχομαι]], [[εἰσάγω]] ἐμαυτὸν εἰς τὴν εὔνοιάν τινος, [[κολακεύω]] ἢ ἀπατῶ, ὑπ. τινὰ θωπείᾳ Εὐρ. Ὀρ. 669, πρβλ. Αἰσχίν. 76. 40· ὃς δ’ ἄν... χαρίζηται ὑποτρέχων Πλάτ. Πολ. 426Β· θωπείαις ὑποδραμὼν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 923C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποτρέχοντες· ὑπεισερχόμενοι, σπεύδοντες».
|lstext='''ὑποτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι καὶ -[[δραμοῦμαι]]· ἀόρ. -έδρᾰμον· ποιητ. πρκμ. -δέδρομα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 284· -δεδρόμηκα (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ). Τρέχω [[ὑποκάτω]], ἦ τοι ὁ μὲν [[δόρυ]] μακρὸν ἀνέσχετο [[δῖος]] Ἀχιλλεὺς οὐτάμεναι μεμαώς, ὁ δὲ ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας, ἔδραμεν (ὑπὸ τὸν ὑψωθέντα βραχίονα τοῦ Ἀχιλλέως) καὶ κύψας ἐλάβετο τῶν γονάτων [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Φ. 68, Ὀδ. Κ. 323 (ἂν καὶ δύναται νὰ σημαίνῃ [[ἁπλῶς]], ἔδραμε πρὸς αὐτόν)· ὑπ. πρὸς στέρνα πατρὸς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 631, πρβλ. 636· ὑπέδραμε ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου Ἡρόδ. 7. 88· ὑπ. ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν Ἀντιφῶν 121. 30· μεταγεν. μετ’ αἰτ., ὑπ. πρῶνας Θεμίστ. 168Β· πτωχὸς ὁ [[Σωκράτης]] ἀλλ’ ὑπέτρεχεν [[αὐτοῦ]] τὸν τρίβωνα Ἀλκιβιάδης, ἔτρεχεν ὑπὸ τὸν τρ., Φιλοστρ. Ἐπιστ. 44· [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. ταῖς πλατάνοις Πλούτ. 2. 185Ε· ναυλόχοις [[αὐτόθι]] 243Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι [[ὑποκάτω]], [[ὑποδέδρομε]] [[βῆσσα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 284. ΙΙΙ. [[εἰσέρχομαι]] δρομαίως [[μεταξύ]], [[διακόπτω]], [[ἀποχωρίζω]] ἢ [[ἀποκλείω]], ὡς τὸ ὑποτέμνομαι, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2, 12· τὰ κορίανν’ ἐπριάμην ὑποδραμὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 676· ἡ [[σελήνη]] ὑπ. τὸν ἥλιον Θεμίστ. 2) = [[ὑποσκελίζω]], [[ἀνατρέπω]], ἐξαπατῶ, τῶν στρατηγῶν ὑποδραμὼν τοὺς ([[οὕτως]] ὁ Bentl. ἀντὶ τῶν) ἐν Πύλῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 742. 3) [[διακόπτω]], Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 15. 4) ζητῶ νὰ [[λάβω]], νὰ ἀποκτήσω, νὰ κερδήσω, δόξαν, τιμὴν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 38, κλπ. IV. [[εἰσέρχομαι]] ἐξ ἀπροόπτου ἢ ἀνεπαισθήτως, Λατ. subire, χρῶ πῦρ ὑποδεδρόμακε Σαπφὼ 2. 10· - [[ὡσαύτως]], [[ἐπέρχομαι]] εἰς τὸν νοῦν τινος, [[ἐπέρχομαι]] εἴς τινα, ὡς τὸ Λατ. succurrit mihi, ἐπὶ διανοημάτων καὶ αἰσθημάτων, ὑπ. τις ἔννοιά τινι Πολύβ. 16. 6, 10· ἀπελπισμὸς ὑπ. τινι ὁ αὐτ. 31. 8, 11· [[ὡσαύτως]], μετ’ αἰτ., ἀπελπισμὸς ὑποτρέχει τινὰ ὁ αὐτ. 31. 8, 11· ἀπολ., ὁ αὐτ. 9. 10, 6· οὐχ ὑπέδραμε δέ, δὲν ἐπῆλθε δέ..., Στράβ. 554, πρβλ. Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 4. 2, 2· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πολύβ. 14. 12, 5. V. ὡς τὸ [[ὑπέρχομαι]], [[εἰσάγω]] ἐμαυτὸν εἰς τὴν εὔνοιάν τινος, [[κολακεύω]] ἢ ἀπατῶ, ὑπ. τινὰ θωπείᾳ Εὐρ. Ὀρ. 669, πρβλ. Αἰσχίν. 76. 40· ὃς δ’ ἄν... χαρίζηται ὑποτρέχων Πλάτ. Πολ. 426Β· θωπείαις ὑποδραμὼν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 923C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποτρέχοντες· ὑπεισερχόμενοι, σπεύδοντες».
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποθρέξομαι <i>ou</i> ὑποδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> ὑπέδραμον, <i>pf.</i> [[ὑποδέδρομα]] <i>et</i> [[ὑποδεδρόμηκα]];<br /><b>I. 1</b> courir sous : ταῖς πλατάνοις ὑποτρέχειν PLUT courir se réfugier sous les platanes ; ὑπέδραμε καὶ [[λάβε]] [[γούνων]] IL, OD il courut se jeter à ses pieds et prit ses genoux ; ὑπ. τινα courir avant qqn, prendre les devants;<br /><b>2</b> se glisser sous, pénétrer dans, <i>acc. ou dat. ; avec un suj. de ch. (pensée, pitié, etc.)</i> : [[ἄν]] σ’ ὑποτρέχῃ ARR s’il te vient à l’esprit de ; <i>en mauv. part</i> s’insinuer auprès de : τινα auprès de qqn, chercher à capter qqn;<br /><b>II.</b> courir après, à la suite de : λῃστάς XÉN courir après des brigands;<br /><b>III.</b> courir près de, le long de ; <i>abs. au part.</i> ὑποδραμών en passant à la course.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέχω]].
}}
}}