Anonymous

τρυγηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠγηφόρος''': -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, [[καρποφόρος]], [[οἰνοφόρος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.
|lstext='''τρῠγηφόρος''': -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, [[καρποφόρος]], [[οἰνοφόρος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit des récoltes, du vin.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φέρω]].
}}
}}