τρυγηφόρος

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφόρος Medium diacritics: τρυγηφόρος Low diacritics: τρυγηφόρος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: trygēphóros Transliteration B: trygēphoros Transliteration C: trygiforos Beta Code: trughfo/ros

English (LSJ)

ον, bearing corn or grapes, h.Ap. 529.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des récoltes, du vin.
Étymologie: τρύγη, φέρω.

German (Pape)

Feld-, Baumfrüchte tragend, bes. Wein tragend, H.h. Apoll. 529.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφόρος: приносящий плоды или урожайный (αἶα HH).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, καρποφόρος, οἰνοφόρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

τρῠγηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει καρπούς, ιδίως σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

τρῠγη-φόρος, ον, φέρω
bearing fruits, esp. wine, Hhymn.