Anonymous

ὕσγινον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕσγῑνον''': τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] Γαλατικὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ [[πρῖνος]], Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870].
|lstext='''ὕσγῑνον''': τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] Γαλατικὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ [[πρῖνος]], Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />teinture écarlate.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὕσγη]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[φοῖνιξ]]¹, [[κόκκινος]].
}}
}}