3,277,121
edits
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕσγῑνον''': τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] Γαλατικὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ [[πρῖνος]], Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870]. | |lstext='''ὕσγῑνον''': τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] Γαλατικὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ [[πρῖνος]], Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />teinture écarlate.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὕσγη]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[φοῖνιξ]]¹, [[κόκκινος]]. | |||
}} | }} |