ὕσγινον

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕσγῐνον Medium diacritics: ὕσγινον Low diacritics: ύσγινον Capitals: ΥΣΓΙΝΟΝ
Transliteration A: hýsginon Transliteration B: hysginon Transliteration C: ysginon Beta Code: u(/sginon

English (LSJ)

τό, a vegetable dye of bright crimson or scarlet colour, perhaps the
A kermes (v. ὕσγη), Nic.Th.511, AP6.254 (Myrin.); hysginum, Vitr.7.14.1 (excygno codd.), Plin.HN9.140, 21.170, 35.45 (hygino, yyg-, yog-, id genus, codd.), Dig.32.1.78.5, Isid.Etym.19.17.15 (iscino): gen. sg. ισγινης Edict.Diocl.19.8; ισγενης, ib.24.9-12.
2 scarlet cloak, τὸ ἄλλο ζεῦγος τῶν ὑσγείνων POxy.531.17 (ii A. D.). [ῑ Nic. and AP ll. cc.; but ὑσγῐνόεις Nic.Th.870: the forms ισγινη, ισγενη point to a naturally short, ι, lengthened metri gr.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
teinture écarlate.
Étymologie: DELG ὕσγη.
Par. φοῖνιξ¹, κόκκινος.

German (Pape)

[ῑ], τό, eine dem hellern Purpur od. Scharlachrot ähnliche Pflanzenfarbe, Mittelfarbe zwischen purpureus und coccineus, vielleicht Kermes; Nic. Th. 511; Myrin. 2 (VI.254).

Russian (Dvoretsky)

ὕσγῑνον: τό (растительная) пурпурная краска Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὕσγῑνον: τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα χρῶμα ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι Γαλατικὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ πρῖνος, Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870].

Greek Monotonic

ὕσγῑνον: τό, χρωστική ουσία από τον κορμό του θάμνου, ὕσγη, άλικος, πορφυρός, κατακόκκινος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὕσγῑνον, ου, τό,
a dye from the shrub ὕσγη, scarlet, Anth.