Anonymous

ὑποσύρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀνασπώντων τῶν Γαλατῶν τοὺς τροχοὺς καὶ ὑποσυρόντων τὰς ἁμάξας εἰς τὸν ποταμὸν Πλουτ. Πύρρ. 28· ὑπέσυρε τὰ σκέλη, ὑπεσκέλισε, Διόδ. 17. 100· ὑποσ., τὸν [[πόδα]] Λουκ. Ἀνάχ. 27· ὑποσ. τινὰ Πλούτ. 2. 446Β. - Μέσ., [[σύρω]] πρὸς ἐμαυτὸν [[κάτω]], [[ὑποσκάπτω]], ἀφαιρῶ [[κάτωθεν]], χώματα Ἀππ. Μιθρ. 76· ὑποσύρεσθαι νηδύν, καθαίρειν διὰ καθαρσίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 365. ΙΙ. μεταφορ., [[σύρω]] κατὰ μικρόν, [[παρασύρω]], τινὰ εἰς ἀταξίαν Κλήμ. Ἀλεξ. 187, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 241. 2) [[ὑποβιβάζω]], ἐλαττώνω, [[συντέμνω]], τὴν γραφὴν Διον. Ἁλ. 1. 7· τὸ [[νόσημα]], τὸν ὄγκον Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 743Ε.
|lstext='''ὑποσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀνασπώντων τῶν Γαλατῶν τοὺς τροχοὺς καὶ ὑποσυρόντων τὰς ἁμάξας εἰς τὸν ποταμὸν Πλουτ. Πύρρ. 28· ὑπέσυρε τὰ σκέλη, ὑπεσκέλισε, Διόδ. 17. 100· ὑποσ., τὸν [[πόδα]] Λουκ. Ἀνάχ. 27· ὑποσ. τινὰ Πλούτ. 2. 446Β. - Μέσ., [[σύρω]] πρὸς ἐμαυτὸν [[κάτω]], [[ὑποσκάπτω]], ἀφαιρῶ [[κάτωθεν]], χώματα Ἀππ. Μιθρ. 76· ὑποσύρεσθαι νηδύν, καθαίρειν διὰ καθαρσίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 365. ΙΙ. μεταφορ., [[σύρω]] κατὰ μικρόν, [[παρασύρω]], τινὰ εἰς ἀταξίαν Κλήμ. Ἀλεξ. 187, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 241. 2) [[ὑποβιβάζω]], ἐλαττώνω, [[συντέμνω]], τὴν γραφὴν Διον. Ἁλ. 1. 7· τὸ [[νόσημα]], τὸν ὄγκον Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 743Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> tirer en bas : ἁμάξας [[εἰς]] τὸν ποταμόν PLUT tirer des chariots pour les faire descendre dans le fleuve;<br /><b>2</b> tirer par le bas : τὸν πόδα LUC tirer le pied ; τινα PLUT tirer qqn par les jambes.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σύρω]].
}}
}}