ὑποσύρω

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσύρω Medium diacritics: ὑποσύρω Low diacritics: υποσύρω Capitals: ΥΠΟΣΥΡΩ
Transliteration A: hyposýrō Transliteration B: hyposyrō Transliteration C: yposyro Beta Code: u(posu/rw

English (LSJ)

[ῡ],
A drag down, τὰς ἁμάξας εἰς τὸν ποταμόν Plu.Pyrrh. 28; ὑ. τὰ σκέλη trip them up, D.S.17.100; ὑ. τὸν πόδα Luc.Anach. 27:—Pass., ὑποσῠρέντων τῶν ἵππων if the horses were tripped up, Sch. Il.Oxy.221 xii 33; ὑπεσύρησαν εἰς τὸ βαθὺ τῆς λίμνης Ach.Tat.4.14: metaph., ὑποσῠρῆναι εἰς τὸν ἔσχατον μεριστόν to be brought down, Dam. Pr.106; ὅταν.. οἱ κάμνοντες εἰς τὴν τοιαύτην ὑποσύρωνται τοῦ σώματος διάθεσιν Gal.15.607:—Med., draw off downwards, undermine, χώματα App.Mith.76 (so the Act., v.l. in J.BJ2.19.5); ὑποσύρεσθαι νηδύν purge, Nic.Al.367 (so in Pass., ὑποσυρέσθω ἡ κοιλία Archig. ap. Aët.6.7).
II metaph., trip up, Plu.2.446b (Pass.); draw away gradually, seduce, in Pass., S.E.M.8.241, Gal.1.317, 17(1).619; entrance, beguile, τὴν ἀκοήν Procop.Gaz.Ep.128 (Act.), 33 (Pass.).
2 reduce, diminish, abridge, τὴν γραφήν D.H.1.7 (v.l. for ἐπι-).

German (Pape)

[Seite 1234] unten od. nach unten wegziehen; ἁμάξας εἰς τὸν ποταμόν Plut. Pyrrh. 28; ὑποσύρεσθαι νηδύν, abführen, Nic. Al. 367; – ὑποσύρειν τὴν γραφήν, zusammenziehen, D. Hal. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

1 tirer en bas : ἁμάξας εἰς τὸν ποταμόν PLUT tirer des chariots pour les faire descendre dans le fleuve;
2 tirer par le bas : τὸν πόδα LUC tirer le pied ; τινα PLUT tirer qqn par les jambes.
Étymologie: ὑπό, σύρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσύρω: (σῡ)
1 тащить вниз, стаскивать (τὰς ἁμαξας εἰς τὸν ποταμόν Plut.): ὑποσύρεσθαι εἰς μαχομένας ἀποφάσεις Sext. быть вовлекаемым в противоречия;
2 медленно или с трудом тащить (ὑποσυρομένου πρὸς τὸ ὑπεῖκον τοῦ ποδός Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ κάτω, ἀνασπώντων τῶν Γαλατῶν τοὺς τροχοὺς καὶ ὑποσυρόντων τὰς ἁμάξας εἰς τὸν ποταμὸν Πλουτ. Πύρρ. 28· ὑπέσυρε τὰ σκέλη, ὑπεσκέλισε, Διόδ. 17. 100· ὑποσ., τὸν πόδα Λουκ. Ἀνάχ. 27· ὑποσ. τινὰ Πλούτ. 2. 446Β. - Μέσ., σύρω πρὸς ἐμαυτὸν κάτω, ὑποσκάπτω, ἀφαιρῶ κάτωθεν, χώματα Ἀππ. Μιθρ. 76· ὑποσύρεσθαι νηδύν, καθαίρειν διὰ καθαρσίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 365. ΙΙ. μεταφορ., σύρω κατὰ μικρόν, παρασύρω, τινὰ εἰς ἀταξίαν Κλήμ. Ἀλεξ. 187, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 241. 2) ὑποβιβάζω, ἐλαττώνω, συντέμνω, τὴν γραφὴν Διον. Ἁλ. 1. 7· τὸ νόσημα, τὸν ὄγκον Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 743Ε.

Greek Monolingual

Α σύρω
1. σύρω προς τα κάτω
2. μτφ. α) παρασύρω βαθμιαία («εἰς ἀταξίαν ὑποσύρεται γυνή», Κλήμ. Αλ.)
β) συντέμνω, ελαττώνω («συγγραφέων... ὑποσεσυρκότων τὴν γραφήν», Δίον. Αλ.)
3. μέσ. ὑποσύρομαι
υποσκάπτω («ὑποσύρεσθαι χώματα», Αππ)
4. φρ. «ὑποσύρεσθαι νηδύν» — καθαρίζω την κοιλιά με καθαρτικό (Νίκ.).

Greek Monotonic

ὑποσύρω: [ῡ], σύρω, σέρνω προς τα κάτω, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

to drag down, Plut., Luc.