Anonymous

φαιδρόνους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιδρόνους''': ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, [[εὔθυμος]], οἷα [[γλῶσσα]] μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα [[φαιδρόνους]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.
|lstext='''φαιδρόνους''': ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, [[εὔθυμος]], οἷα [[γλῶσσα]] μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα [[φαιδρόνους]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />qui a l’âme sereine <i>ou</i> joyeuse.<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]], [[νοῦς]].
}}
}}