φαιδρόνους

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρόνους Medium diacritics: φαιδρόνους Low diacritics: φαιδρόνους Capitals: ΦΑΙΔΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: phaidrónous Transliteration B: phaidronous Transliteration C: faidronous Beta Code: faidro/nous

English (LSJ)

φαιδρόνουν, with bright, joyous mind, light-hearted, with a happy disposition, A.Ag. 1229 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a l'âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρόνους: с ясным умом, бодро настроенный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφόνους].

Greek Monotonic

φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φαιδρό-νους, ουν,
with bright, joyous mind, Aesch.