Anonymous

χορηγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορηγέω''': Δωρικ. -ᾱγέω Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1579, -80. Ὁδηγῶ χορόν, εἶμαι ἡγεμὼν χοροῦ, χορῷ Σιμωνίδ. 148, Πλάτ. Γοργ. 482C (πρβλ. σημασ. ΙΙ)· ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] γενικ., χ. ἡμῶν (διάφορ. γρααφ. ἡμῖν) ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 651Α· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., [[λαμβάνω]] τὴν ἀρχηγίαν πράγματός τινος, [[προεξάρχω]] ἔν τινι πράγματι, [[μετὰ]] γεν., τούτου τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττικ. λεγόμενον ἐπὶ τοῦ χορηγοῦ, σημαίνει: [[παρέχω]] τὴν δαπάνην τὴν ἀπαιτουμένην πρὸς σχηματισμὸν χοροῦ διὰ τὰς δημοσίας ἑορτάς, ἐνεργῶ ὡς χορηγὸς (ἴδε ἐν λέξ. [[χορός]]), ἀπολ., χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν Δημ. 312. 25· ἐχόρευες, ἐγὼ δ’ ἐχορήγουν ὁ αὐτ. 315. 8· χορηγ. λαμπρῶς Ἀντιφῶν 117. 32, κλπ.· [[κάλλιον]] Ἰσοκρ. 391D· συχνὸν ἐν ἐπιγραφαῖς, ὡς Θεμιστοκλῆς ἐχορήγει· Φρύνιχος ἐδίδασκεν· Ἀδείμαντος ἦρχεν παρὰ Πλουτ. ἐν Θεμιστ. 5, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 211, 212, 213, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., χορηγίας χ. Ἀντιφῶν ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 122. 4· χ. τῆς φυλῆς Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 45, πρβλ. Πλούτ. 2724Β· ἀλλὰ [[πολλάκις]] καὶ [[μετὰ]] προσδιορισμοῦ δηλοῦντος τὴν ἑορτὴν καθ’ ἣν ἐχορήγησέ τις, χορηγῶν Λήναια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1155· χ. παισὶ [[Διονύσια]] Δημ. 535. 12, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 37· χ. ἀνδράσιν ἐς [[Διονύσια]] Λυσί. 161. 38· χ. κωμῳδοῖς, πυρριχισταῖς ὁ αὐτ. 162. 2, 4, πρβλ. Ἰσαῖον 54. 30, 62. 24· (οὐχὶ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, χ. [[Διονύσια]] τοῖς τραγῳδοῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 587)· [[ὡσαύτως]], χ. Παναθηναίοις Δημ. 565. 11. - Παθ., χορηγοῦσι μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ [[δῆμος]] Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 13· οἱ παῖδες ἄριστα χορηγοῦνται, εὑρίσκονται ὑπὸ τοῦ χορηγοῦ, Ἀντιφῶν 143. 4. 2) μεταφορ., ὑπηρετῶ, [[παρέχω]] τὰ μέσα, τὰς εὐκολίας, διευκολύνω, χορ. ταῖς [[σεαυτοῦ]] ἡδοναῖς Αἰσχίν. 88. 12· ταῖς ἐπιθυμίαις Λουκ. Παράσ. 12. -Πρβλ. [[χορηγία]]. 3) μεταφορ. [[ὡσαύτως]], α) μετ’ αἰτ. προσώπ., [[ἐφοδιάζω]] ἀφθόνως μέ τι [[πρᾶγμα]], [[μάλιστα]] μὲ ζωοτροφίας διὰ τὸν πόλεμον, [[παρέχω]] τροφὰς, δίδω, χ. τὸ [[στρατόπεδον]] τοῖς ἐπιτηδείοις Πολύβ. 3. 68, 8, πρβλ. 49, 11., 52, 7, κλπ.· χρήμασι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 5, 42, 7. -Παθητ., [[καλῶς]] ἐφοδιάζομαι, [[λαμβάνω]] ἄφθονον χορηγίαν τινός, κεχορηγημένος τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 15. πρβλ. 10. 8, 11· - καὶ ἀπολ., κάλλιστα κεχορηγημένος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 4. 2, 1· κἑξ. ἐπὶ τοσοῦτον [[ὥστε]] ... [[αὐτόθι]] 7. 1, 13· [[ἀρετὴ]] κεχορηγημένη [[αὐτόθι]] 4. 2, 1· [[συχν]]. παρὰ μεταγεν., κεχ. πολλαῖς ἀφορμαῖς [[πρός]] τι Πολύβ. 4. 77, 2· διαφόρῳ φύσει, αγχινοίᾳ, συνέσει Διόδ. 1. 15, κλπ. β) μετ’ αἰτ. πράγματ. (ἢ προσώπου λαμβανομένου ὡς πράγματος), τοὺς Ἴβηρας (δηλ. τοὺς τοξότας) οὓς χορηγεῖς μοι βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· χρήματα ἡμῖν Δημ. 153. 26· τὰς τροφάς, τὸν σῖτον Διόδ. 2. 35. - Παθ., τῶν ἐκ μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων (ἐξυπακ. δείπνων) Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11. 2.
|lstext='''χορηγέω''': Δωρικ. -ᾱγέω Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1579, -80. Ὁδηγῶ χορόν, εἶμαι ἡγεμὼν χοροῦ, χορῷ Σιμωνίδ. 148, Πλάτ. Γοργ. 482C (πρβλ. σημασ. ΙΙ)· ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] γενικ., χ. ἡμῶν (διάφορ. γρααφ. ἡμῖν) ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 651Α· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., [[λαμβάνω]] τὴν ἀρχηγίαν πράγματός τινος, [[προεξάρχω]] ἔν τινι πράγματι, [[μετὰ]] γεν., τούτου τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττικ. λεγόμενον ἐπὶ τοῦ χορηγοῦ, σημαίνει: [[παρέχω]] τὴν δαπάνην τὴν ἀπαιτουμένην πρὸς σχηματισμὸν χοροῦ διὰ τὰς δημοσίας ἑορτάς, ἐνεργῶ ὡς χορηγὸς (ἴδε ἐν λέξ. [[χορός]]), ἀπολ., χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν Δημ. 312. 25· ἐχόρευες, ἐγὼ δ’ ἐχορήγουν ὁ αὐτ. 315. 8· χορηγ. λαμπρῶς Ἀντιφῶν 117. 32, κλπ.· [[κάλλιον]] Ἰσοκρ. 391D· συχνὸν ἐν ἐπιγραφαῖς, ὡς Θεμιστοκλῆς ἐχορήγει· Φρύνιχος ἐδίδασκεν· Ἀδείμαντος ἦρχεν παρὰ Πλουτ. ἐν Θεμιστ. 5, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 211, 212, 213, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., χορηγίας χ. Ἀντιφῶν ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 122. 4· χ. τῆς φυλῆς Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 45, πρβλ. Πλούτ. 2724Β· ἀλλὰ [[πολλάκις]] καὶ [[μετὰ]] προσδιορισμοῦ δηλοῦντος τὴν ἑορτὴν καθ’ ἣν ἐχορήγησέ τις, χορηγῶν Λήναια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1155· χ. παισὶ [[Διονύσια]] Δημ. 535. 12, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 37· χ. ἀνδράσιν ἐς [[Διονύσια]] Λυσί. 161. 38· χ. κωμῳδοῖς, πυρριχισταῖς ὁ αὐτ. 162. 2, 4, πρβλ. Ἰσαῖον 54. 30, 62. 24· (οὐχὶ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, χ. [[Διονύσια]] τοῖς τραγῳδοῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 587)· [[ὡσαύτως]], χ. Παναθηναίοις Δημ. 565. 11. - Παθ., χορηγοῦσι μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ [[δῆμος]] Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 13· οἱ παῖδες ἄριστα χορηγοῦνται, εὑρίσκονται ὑπὸ τοῦ χορηγοῦ, Ἀντιφῶν 143. 4. 2) μεταφορ., ὑπηρετῶ, [[παρέχω]] τὰ μέσα, τὰς εὐκολίας, διευκολύνω, χορ. ταῖς [[σεαυτοῦ]] ἡδοναῖς Αἰσχίν. 88. 12· ταῖς ἐπιθυμίαις Λουκ. Παράσ. 12. -Πρβλ. [[χορηγία]]. 3) μεταφορ. [[ὡσαύτως]], α) μετ’ αἰτ. προσώπ., [[ἐφοδιάζω]] ἀφθόνως μέ τι [[πρᾶγμα]], [[μάλιστα]] μὲ ζωοτροφίας διὰ τὸν πόλεμον, [[παρέχω]] τροφὰς, δίδω, χ. τὸ [[στρατόπεδον]] τοῖς ἐπιτηδείοις Πολύβ. 3. 68, 8, πρβλ. 49, 11., 52, 7, κλπ.· χρήμασι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 5, 42, 7. -Παθητ., [[καλῶς]] ἐφοδιάζομαι, [[λαμβάνω]] ἄφθονον χορηγίαν τινός, κεχορηγημένος τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 15. πρβλ. 10. 8, 11· - καὶ ἀπολ., κάλλιστα κεχορηγημένος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 4. 2, 1· κἑξ. ἐπὶ τοσοῦτον [[ὥστε]] ... [[αὐτόθι]] 7. 1, 13· [[ἀρετὴ]] κεχορηγημένη [[αὐτόθι]] 4. 2, 1· [[συχν]]. παρὰ μεταγεν., κεχ. πολλαῖς ἀφορμαῖς [[πρός]] τι Πολύβ. 4. 77, 2· διαφόρῳ φύσει, αγχινοίᾳ, συνέσει Διόδ. 1. 15, κλπ. β) μετ’ αἰτ. πράγματ. (ἢ προσώπου λαμβανομένου ὡς πράγματος), τοὺς Ἴβηρας (δηλ. τοὺς τοξότας) οὓς χορηγεῖς μοι βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· χρήματα ἡμῖν Δημ. 153. 26· τὰς τροφάς, τὸν σῖτον Διόδ. 2. 35. - Παθ., τῶν ἐκ μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων (ἐξυπακ. δείπνων) Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11. 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> χορηγήσω, <i>ao.</i> ἐχορήγησα ; <i>pf. Pass.</i> κεχορήγημαι;<br /><b>1</b> conduire le chœur;<br /><b>2</b> <i>chez les Att.</i> être chorège, <i>càd</i> faire la dépense d’équipement et d’organisation d’un chœur ; <i>abs.</i> χορηγοῦσιν μὲν [[οἱ]] πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ [[δῆμος]] XÉN les riches pourvoient aux dépenses d’organisation des chœurs, et le peuple profite de ces dépenses ; <i>p. ext.</i> faire les frais d’une chose, pourvoir aux dépens de : ταῖς ἡδοναῖς ESCHN, ταῖς ἐπιθυμίαις LUC subvenir aux dépenses qu’on fait pour ses plaisirs, pour la satisfaction de ses caprices, <i>etc.</i> τινί, pourvoir aux besoins de qqn : [[τι]], fournir qch, τινί [[τι]], procurer qch à qqn ; Πομπήϊος ἔκ [[τε]] γῆς καὶ θαλάττης χορηγούμενος PLUT Pompée qui tirait ses ressources à la fois de la terre et de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[χορηγός]].
}}
}}