Anonymous

φιλομεμφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλομεμφής''': -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς [[ἡμαρτημένως]] ἀντὶ -έστατος.
|lstext='''φῐλομεμφής''': -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς [[ἡμαρτημένως]] ἀντὶ -έστατος.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui aime à faire des reproches, grondeur.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μέμφομαι]].
}}
}}