Anonymous

φοινικοπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῑκοπάρῃος''': [ᾰ], -ον, Ἰων ἀντὶ φοινικοπάρειος, ὁ ἔχων ἐρυθρὰς παρειάς, ὡς τὸ [[μιλτοπάρῃος]], ἐπίθετον τῶν πλοίων, ὧν αἱ πρῷραι ἐχρωματίζοντο κόκκιναι, Ὀδ. Λ. 124, Ψ. 271.
|lstext='''φοινῑκοπάρῃος''': [ᾰ], -ον, Ἰων ἀντὶ φοινικοπάρειος, ὁ ἔχων ἐρυθρὰς παρειάς, ὡς τὸ [[μιλτοπάρῃος]], ἐπίθετον τῶν πλοίων, ὧν αἱ πρῷραι ἐχρωματίζοντο κόκκιναι, Ὀδ. Λ. 124, Ψ. 271.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
}}
}}