Anonymous

ὕδρωψ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕδρωψ''': -ωπος, ὁ· ([[ὕδωρ]])· - ἡ [[νόσος]] «[[ὑδρωπίασις]]», ἄλλως [[ὕδερος]], Ἱππ. Ἀφ. 1248· ξηρὸς [[αὐτόθι]] 1249· ὁ Ἱππ. διακρίνει δύο εἴδη, τὸν ὑποσαρκίδιον καὶ τὸν μετ’ ἐμφυσήματος, πρβλ. Foës. Oecon. 2) ὕδ. εἰς ἀμίδα, ἡ [[νόσος]] ἡ καλουμένη [[ὡσαύτως]] [[διαβήτης]] Γαλην. 3) πᾶσα [[ὑδατώδης]] [[ἔκρυσις]] ἢ ῥοή, [[οἷον]] ἡ πρὸ τοῦ τοκετοῦ ῥύσις τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 4· πρβλ. [[πρόσφορος]] ΙΙ. ΙΙ. [[ἄνθρωπος]] πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. 557. 50., 1046Β· - κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582 «[[ὕδρωψ]]. Διοσκ. ἐν δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὀξυτόνως ἀναγινώσκει, καὶ δηλοῦσθαί φησι τὸν ὑδρωποειδῆ», ὁ Schneid. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[ὕδωρ]] [[ἄνευ]] τινὸς συνθέσεως πρὸς τὸ [[ὕδωρ]] πρβλ. [[αἱμάλωψ]], [[θυμάλωψ]], κτλ.· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 409).
|lstext='''ὕδρωψ''': -ωπος, ὁ· ([[ὕδωρ]])· - ἡ [[νόσος]] «[[ὑδρωπίασις]]», ἄλλως [[ὕδερος]], Ἱππ. Ἀφ. 1248· ξηρὸς [[αὐτόθι]] 1249· ὁ Ἱππ. διακρίνει δύο εἴδη, τὸν ὑποσαρκίδιον καὶ τὸν μετ’ ἐμφυσήματος, πρβλ. Foës. Oecon. 2) ὕδ. εἰς ἀμίδα, ἡ [[νόσος]] ἡ καλουμένη [[ὡσαύτως]] [[διαβήτης]] Γαλην. 3) πᾶσα [[ὑδατώδης]] [[ἔκρυσις]] ἢ ῥοή, [[οἷον]] ἡ πρὸ τοῦ τοκετοῦ ῥύσις τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 4· πρβλ. [[πρόσφορος]] ΙΙ. ΙΙ. [[ἄνθρωπος]] πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. 557. 50., 1046Β· - κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582 «[[ὕδρωψ]]. Διοσκ. ἐν δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὀξυτόνως ἀναγινώσκει, καὶ δηλοῦσθαί φησι τὸν ὑδρωποειδῆ», ὁ Schneid. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[ὕδωρ]] [[ἄνευ]] τινὸς συνθέσεως πρὸς τὸ [[ὕδωρ]] πρβλ. [[αἱμάλωψ]], [[θυμάλωψ]], κτλ.· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 409).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ωπος (ὁ) :<br /><b>1</b> hydropisie;<br /><b>2</b> amas d’eau qui s’écoule avant la sortie du fœtus.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].<br /><span class="bld">2</span>ωπος (ὁ, ἡ)<br />hydropique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}