3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φράσσω''': Ἀττ. -ττω Ξεν. Κυνηγ. 2, 9, Δημ. 520. 18, κ. ἀλλ. πρβλ. [[ἀποφράσσω]], [[φράγνυμι]]· ― ἀόρ. ἔφραξα Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέφρᾰγα (περι-) Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 298· ὑπερσ. ἐπεφράκεσαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 5· ― Μέσ., ἴδε [[φράγνυμι]]· μέλλ. φράξομαι (ἐμ-) Λουκ. Τίμ. 19· ἀόρ. ἐφραξάμην, Ἐπικ. φρ-, ἰδὲ κατωτ. ― Παθ. μέλλ. φραχθήσομαι, Γαλην. φρᾰγήσομαι, (κοινῶς φέρεται σφραγίσεται) Β΄ Ἐπισ. πρὸς Κορ. 10· ἀόρ. ἐφράχθην Ὅμ., Ἀττ.· ἐφράγην (ἐν-) Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 19· πρκμ. πέφραγμαι Ἀττ.· γ΄ ὑπερσ. ἐπέφρακτο Ἡρόδ. 9. 142· ― ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀορ. ἐνεργ. παθ. καὶ μέσ.· ― παρ’ Ἀττ. ἡ [[λέξις]] [[ἐνίοτε]] πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων, π. χ. φάρξασθαι ἀντὶ φράξασθαι, πέφαργμαι ἀντὶ πέφραγμαι, φαρκτὸς ἀντὶ [[φρακτός]], [[κατάφαρκτος]], [[ναύφαρκτος]], Ἐτυμ. Μέγ. 667. 22, πρβλ. Dind. εἰς Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63, Σοφ. Ἀντ. 236, Ἀριστοφ. Ἀχ. 95, Σφ. 352, Meineke εἰς Εὐφορ. 83. Ἐκ τῆς √ΦΡΑΚ ἢ ΦΡΑΓ παράγονται καὶ τὰ ἑξῆς: φραγῆναι, φράγνυμι, φράγμός, φράγμα, φρακτός, δρύφρακτος· πρβλ. Λατ. farc-io, fartor, καὶ [[ἴσως]] τὸ frequens· Γοτθ. bairg-a (τηρῶ, [[φυλάσσω]]), bairg-a-hei (ἡ ὀρεινή), baúrg-s ([[πόλις]])· Ἀρχ. Σκανδ. byrg-ja ([[περικλείω]]), borg· Ἀγγλο Σαξον. byrig-an ([[θάπτω]], to bury), burh ([[πόλις]], borougb)· Ἀρχ. Γερμ. bërc (Γερμ. berg, [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Ἀγγλ. burg)· Λιθ. bruk-ù (premere, comprimere) [ᾰ φύσει, [[διότι]] δὲν τρέπεται εἰς η ἐν τῇ Ἰωνικῇ διαλέκτῳ τοῦ Ἡροδ., Λοβεκ Παραλ. 401.] Περιφράττω, [[περικλείω]] διὰ φραγμοῦ καὶ [[μετὰ]] τῆς συνυπαρχούσης ἐννοίας τῆς προστασίας ἢ ἀσφαλείας, [[προστατεύω]], [[ἀσφαλίζω]], ὀχυρώνω, ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις, ὀχυρώσαντες, φράξαντες [[χάριν]] ἀσφαλείας δι’ ἀσπίδων, Ἰλ. Μ. 263· φράξε δέ μιν [τὴν [[σχεδίην]]] ῥίπεσσι, «πλέγμασι ψιαθώδεσιν» (Σχολ.), Ὀδ. Ε. 256· ἀρκύστατ’ ἂν φράξειεν (ἰδὲ [[ἀρκύστατος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1375· φρ. [[δέμας]] ὅπλοισιν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456· φρ. χεῖρα ἔρνεσι, «“στεφάνοις πληρώσας τὴν χεῖρα” [[ἔρνος]] δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει, ἀφ’ ἧς ὁ [[στέφανος]]» κτλ. (Σχόλ.), Πίνδ. Ι. 1. 95 (πρβλ. [[πυκνόω]])· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ «διέφραξαν δὲ τὰς [[ναῦς]] σιδηρῷ περιφράγματι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ο. 566, πρβλ. Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63· φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 8. 51· πύλας... ἐφραξάμεσθα προστάταις Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 798· [[ἀλλά]], ἐφράξαντο τὸ [[τεῖχος]] 9. 70· οὕτω κ. ἀλλ. ἀπολ., [[ἐνισχύω]] τὰ ὀχυρώματά μου, Θουκ. 8. 35. ― Παθ. φραχθέντες σάκκεσιν περιφραχθέντες διὰ τῶν ἀσπίδων Ἰλ. Ρ. 268, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 142, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 826, κλπ. [[οὕτως]] ἀπολ. πεφραγμένοι, ὠχυρωμένοι, ὡπλισμένοι, παρεσκευασμένοι πρὸς ἄμυναν, Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 1. 82· ἐπὶ προσώπου, ὡπλισμένος, [[ἔνοπλος]], πεφρ. τοξεύμασιν Σοφ. Ἀποσπ. 376· ― μεταφ., ἐλπίδος πεφραγμένος, ἔχων τὴν πανοπλίαν τῆς ἐλπίδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 235, ([[ἔνθα]] τὰ Σχόλια καί τινα Ἀντίγραφα ἔχουσι δεδραγμένος, ἀλλ’ ὁ [[κῶδιξ]] L. πεπραγμένος, [[τουτέστι]] πεφραγμένος) ΙΙ. ἐπὶ συνασπισμοῦ, φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ, συνάψαντες [[δόρυ]] πρὸς [[δόρυ]] καὶ ἀσπίδα πρὸς ἀσπίδα ([[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ σχηματισθῇ [[φραγμός]]), Ἰλ. Ν. 130· φράξαντες τὰ γέρα, θέντες αὐτὰ [[οὕτως]] [[ὥστε]] ν’ ἀποτελῶσι φραγμόν, Ἡρόδ. 9. 61· ― περὶ τοῦ χωρίου ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 823, ἴδε ἐν λ. [[πάγη]]. 2) παρὰ Ξεν. Κυνηγ. 3, 5, λέγεται ἐπὶ κυνῶν καταβιβαζόντων τὴν οὐράν. ΙΙΙ. ἀποφράττω, [[κλείω]], τὴν ὁδὸν Ἡρόδ. 8. 7· τοὺς ἔσπλους Θουκ. 4. 14· τὰ [[παρασκήνια]] Δημ 520. 19. ― Παθ. ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 99· ὑπὸ ῥευμάτων φραχθεὶς [ὁ [[πλεύμων]]] Πλάτ. Τίμ. 84D· πεφραγμένων τῶν πόρων Ἀριστ. Προβλ. 23. 37. 2) μεταφ. ἀποφράττω, [[ἐμποδίζω]], παρακωλύω, [[δεσμεύω]], αἱ βαρεῖαι αὗται τροφαὶ φράττουσι τὸ ἡγεμονικὸν καὶ οὐκ ἑῶσι τὴν φρόνησιν ἐν αὑτῇ εἶναί τι Ἀθήν. 157D. ― Παθ., ἵνα πᾶν [[στόμα]] φραγῇ Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. γ΄, 19, πρβλ. Β΄ πρὸς Κορινθ. ια΄, 10. Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν τόμ. Α΄, σ. 163. | |lstext='''φράσσω''': Ἀττ. -ττω Ξεν. Κυνηγ. 2, 9, Δημ. 520. 18, κ. ἀλλ. πρβλ. [[ἀποφράσσω]], [[φράγνυμι]]· ― ἀόρ. ἔφραξα Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέφρᾰγα (περι-) Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 298· ὑπερσ. ἐπεφράκεσαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 5· ― Μέσ., ἴδε [[φράγνυμι]]· μέλλ. φράξομαι (ἐμ-) Λουκ. Τίμ. 19· ἀόρ. ἐφραξάμην, Ἐπικ. φρ-, ἰδὲ κατωτ. ― Παθ. μέλλ. φραχθήσομαι, Γαλην. φρᾰγήσομαι, (κοινῶς φέρεται σφραγίσεται) Β΄ Ἐπισ. πρὸς Κορ. 10· ἀόρ. ἐφράχθην Ὅμ., Ἀττ.· ἐφράγην (ἐν-) Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 19· πρκμ. πέφραγμαι Ἀττ.· γ΄ ὑπερσ. ἐπέφρακτο Ἡρόδ. 9. 142· ― ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀορ. ἐνεργ. παθ. καὶ μέσ.· ― παρ’ Ἀττ. ἡ [[λέξις]] [[ἐνίοτε]] πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων, π. χ. φάρξασθαι ἀντὶ φράξασθαι, πέφαργμαι ἀντὶ πέφραγμαι, φαρκτὸς ἀντὶ [[φρακτός]], [[κατάφαρκτος]], [[ναύφαρκτος]], Ἐτυμ. Μέγ. 667. 22, πρβλ. Dind. εἰς Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63, Σοφ. Ἀντ. 236, Ἀριστοφ. Ἀχ. 95, Σφ. 352, Meineke εἰς Εὐφορ. 83. Ἐκ τῆς √ΦΡΑΚ ἢ ΦΡΑΓ παράγονται καὶ τὰ ἑξῆς: φραγῆναι, φράγνυμι, φράγμός, φράγμα, φρακτός, δρύφρακτος· πρβλ. Λατ. farc-io, fartor, καὶ [[ἴσως]] τὸ frequens· Γοτθ. bairg-a (τηρῶ, [[φυλάσσω]]), bairg-a-hei (ἡ ὀρεινή), baúrg-s ([[πόλις]])· Ἀρχ. Σκανδ. byrg-ja ([[περικλείω]]), borg· Ἀγγλο Σαξον. byrig-an ([[θάπτω]], to bury), burh ([[πόλις]], borougb)· Ἀρχ. Γερμ. bërc (Γερμ. berg, [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Ἀγγλ. burg)· Λιθ. bruk-ù (premere, comprimere) [ᾰ φύσει, [[διότι]] δὲν τρέπεται εἰς η ἐν τῇ Ἰωνικῇ διαλέκτῳ τοῦ Ἡροδ., Λοβεκ Παραλ. 401.] Περιφράττω, [[περικλείω]] διὰ φραγμοῦ καὶ [[μετὰ]] τῆς συνυπαρχούσης ἐννοίας τῆς προστασίας ἢ ἀσφαλείας, [[προστατεύω]], [[ἀσφαλίζω]], ὀχυρώνω, ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις, ὀχυρώσαντες, φράξαντες [[χάριν]] ἀσφαλείας δι’ ἀσπίδων, Ἰλ. Μ. 263· φράξε δέ μιν [τὴν [[σχεδίην]]] ῥίπεσσι, «πλέγμασι ψιαθώδεσιν» (Σχολ.), Ὀδ. Ε. 256· ἀρκύστατ’ ἂν φράξειεν (ἰδὲ [[ἀρκύστατος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1375· φρ. [[δέμας]] ὅπλοισιν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456· φρ. χεῖρα ἔρνεσι, «“στεφάνοις πληρώσας τὴν χεῖρα” [[ἔρνος]] δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει, ἀφ’ ἧς ὁ [[στέφανος]]» κτλ. (Σχόλ.), Πίνδ. Ι. 1. 95 (πρβλ. [[πυκνόω]])· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ «διέφραξαν δὲ τὰς [[ναῦς]] σιδηρῷ περιφράγματι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ο. 566, πρβλ. Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63· φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 8. 51· πύλας... ἐφραξάμεσθα προστάταις Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 798· [[ἀλλά]], ἐφράξαντο τὸ [[τεῖχος]] 9. 70· οὕτω κ. ἀλλ. ἀπολ., [[ἐνισχύω]] τὰ ὀχυρώματά μου, Θουκ. 8. 35. ― Παθ. φραχθέντες σάκκεσιν περιφραχθέντες διὰ τῶν ἀσπίδων Ἰλ. Ρ. 268, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 142, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 826, κλπ. [[οὕτως]] ἀπολ. πεφραγμένοι, ὠχυρωμένοι, ὡπλισμένοι, παρεσκευασμένοι πρὸς ἄμυναν, Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 1. 82· ἐπὶ προσώπου, ὡπλισμένος, [[ἔνοπλος]], πεφρ. τοξεύμασιν Σοφ. Ἀποσπ. 376· ― μεταφ., ἐλπίδος πεφραγμένος, ἔχων τὴν πανοπλίαν τῆς ἐλπίδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 235, ([[ἔνθα]] τὰ Σχόλια καί τινα Ἀντίγραφα ἔχουσι δεδραγμένος, ἀλλ’ ὁ [[κῶδιξ]] L. πεπραγμένος, [[τουτέστι]] πεφραγμένος) ΙΙ. ἐπὶ συνασπισμοῦ, φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ, συνάψαντες [[δόρυ]] πρὸς [[δόρυ]] καὶ ἀσπίδα πρὸς ἀσπίδα ([[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ σχηματισθῇ [[φραγμός]]), Ἰλ. Ν. 130· φράξαντες τὰ γέρα, θέντες αὐτὰ [[οὕτως]] [[ὥστε]] ν’ ἀποτελῶσι φραγμόν, Ἡρόδ. 9. 61· ― περὶ τοῦ χωρίου ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 823, ἴδε ἐν λ. [[πάγη]]. 2) παρὰ Ξεν. Κυνηγ. 3, 5, λέγεται ἐπὶ κυνῶν καταβιβαζόντων τὴν οὐράν. ΙΙΙ. ἀποφράττω, [[κλείω]], τὴν ὁδὸν Ἡρόδ. 8. 7· τοὺς ἔσπλους Θουκ. 4. 14· τὰ [[παρασκήνια]] Δημ 520. 19. ― Παθ. ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 99· ὑπὸ ῥευμάτων φραχθεὶς [ὁ [[πλεύμων]]] Πλάτ. Τίμ. 84D· πεφραγμένων τῶν πόρων Ἀριστ. Προβλ. 23. 37. 2) μεταφ. ἀποφράττω, [[ἐμποδίζω]], παρακωλύω, [[δεσμεύω]], αἱ βαρεῖαι αὗται τροφαὶ φράττουσι τὸ ἡγεμονικὸν καὶ οὐκ ἑῶσι τὴν φρόνησιν ἐν αὑτῇ εἶναί τι Ἀθήν. 157D. ― Παθ., ἵνα πᾶν [[στόμα]] φραγῇ Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. γ΄, 19, πρβλ. Β΄ πρὸς Κορινθ. ια΄, 10. Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν τόμ. Α΄, σ. 163. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> φράξω, <i>ao.</i> [[ἔφραξα]], <i>pf. inus, pqp.</i> ἐπεφράκειν;<br /><i>Pass. f.</i> φραγήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐφράχθην]], <i>postér. ao.2</i> [[ἐφράγην]], <i>pf.</i> πέφραγμαι;<br /><b>1</b> serrer l’un contre l’autre : [[δόρυ]] [[δουρί]], [[σάκος]] σάκει IL lance contre lance, bouclier contre bouclier ; <i>abs.</i> φρ. τὰ γέρρα HDT presser les boucliers les uns contre les autres;<br /><b>2</b> boucher, obstruer : Νεῖλον HDT le Nil ; τοὺς [[ἔσπλους]] THC l’accès de la navigation ; <i>p. ext.</i> couvrir, protéger : [[δέμας]] ὅπλοισι ESCHL le corps sous une armure ; ῥινοῖσι [[βοῶν]] ἐπάλξεις IL protéger les créneaux avec des peaux de bœuf;<br /><i><b>Moy.</b></i> φράσσομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> boucher sur soi : τὰ [[ὦτα]] κηρῷ LUC se boucher les oreilles avec de la cire;<br /><b>2</b> enfermer pour soi ; protéger : [[νῆας]] ἕρκεϊ χαλκείῳ IL les vaisseaux avec un rempart d’airain, <i>càd</i> avec des gens armés ; munir, fortifier : τὸ [[τεῖχος]] HDT le rempart;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se fortifier ; se défendre, se renfermer : [[πρός]] [[τι]], [[πρός]] τινα contre qch <i>ou</i> contre qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Φραγ, fermer ; cf. <i>lat.</i> farcio, confertus. | |||
}} | }} |