Anonymous

ὑποφείδομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφείδομαι''': μέλλ. -σομαι, ἀποθ., [[φείδομαι]] κἄπως, οὐδὲ ἐδίωκον ὑποφειδόμενοι, εἴ πως ἂν ἐθελήσειαν Ξεν. Ἀν. 4. 1. 8· [[μετὰ]] γεν., ὑπεφείδοντο τῶν παρακειμένων Πλούτ. 2 707C· ὑποφειδόμενοι μὴ [[πάνυ]] ἕλκειν Λουκ. Περεγρ. 6.
|lstext='''ὑποφείδομαι''': μέλλ. -σομαι, ἀποθ., [[φείδομαι]] κἄπως, οὐδὲ ἐδίωκον ὑποφειδόμενοι, εἴ πως ἂν ἐθελήσειαν Ξεν. Ἀν. 4. 1. 8· [[μετὰ]] γεν., ὑπεφείδοντο τῶν παρακειμένων Πλούτ. 2 707C· ὑποφειδόμενοι μὴ [[πάνυ]] ἕλκειν Λουκ. Περεγρ. 6.
}}
{{bailly
|btext=être assez économe, ménager un peu : τινος qch ; s’abstenir <i>ou</i> éviter de, <i>avec</i> [[μή]] et l’inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φείδομαι]].
}}
}}