ὑποφείδομαι

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφείδομαι Medium diacritics: ὑποφείδομαι Low diacritics: υποφείδομαι Capitals: ΥΠΟΦΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: hypopheídomai Transliteration B: hypopheidomai Transliteration C: ypofeidomai Beta Code: u(pofei/domai

English (LSJ)

spare a little, X.An.4.1.8; c. gen., Plu.2.707b; ὑ. μὴ ἕλκειν Luc.Peregr.6; to be moderate or be restrained in speech, Phld. Lib.p.24 O.

French (Bailly abrégé)

être assez économe, ménager un peu : τινος qch ; s'abstenir ou éviter de, avec μή et l'inf..
Étymologie: ὑπό, φείδομαι.

German (Pape)

ein wenig schonen, Xen. An. 4.1.8 und Sp., wie Luc. Peregrin. 6.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφείδομαι:
1 щадить, оставлять нетронутым Xen.;
2 воздерживаться: ὑ. τινος Plut. быть умеренным в употреблении чего-л.; ὑ. μὴ πάνυ ἕλκειν Luc. тянуть без особых усилий.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφείδομαι: μέλλ. -σομαι, ἀποθ., φείδομαι κἄπως, οὐδὲ ἐδίωκον ὑποφειδόμενοι, εἴ πως ἂν ἐθελήσειαν Ξεν. Ἀν. 4. 1. 8· μετὰ γεν., ὑπεφείδοντο τῶν παρακειμένων Πλούτ. 2 707C· ὑποφειδόμενοι μὴ πάνυ ἕλκειν Λουκ. Περεγρ. 6.

Greek Monolingual

Α φείδομαι
φείδομαι κάπως, είμαι κάπως επιφυλακτικός να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

ὑποφείδομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., φείδομαι, διαθέτω λιγάκι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σομαι
Dep. to spare a little, Xen.