Anonymous

ψαῦσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψαῦσις''': -εως, ἡ, τὸ ψαύειν, [[ἐπαφή]], Πλούτ. 2. 683C, κλ. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139· - [[μάλιστα]] ἐπὶ ἐραστῶν, [[θωπεία]] ἐρωτική, φιλήματα καὶ ψαύσεις Πλουτ. Ἀλκιβ. 4.
|lstext='''ψαῦσις''': -εως, ἡ, τὸ ψαύειν, [[ἐπαφή]], Πλούτ. 2. 683C, κλ. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139· - [[μάλιστα]] ἐπὶ ἐραστῶν, [[θωπεία]] ἐρωτική, φιλήματα καὶ ψαύσεις Πλουτ. Ἀλκιβ. 4.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de toucher, de tâter;<br /><b>2</b> action de caresser, caresse.<br />'''Étymologie:''' [[ψαύω]].
}}
}}