Anonymous

φρόνημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρόνημα''': τό, ὁ, [[νοῦς]], τὸ πνεῦμά τινος, ἡ [[διάθεσις]], Λατιν. animus, ἔστ’ ἂν Διὸς φρ. λωφήσῃ χόλου Αἰσχύλ. Προμ. 376· Αἰσχύλου φρόνημ’ ἔχων Τηλεκλείδης ἐν «Ἠσιόδοις» 1· ― ἡ [[ἔννοια]] τῆς λέξεως ταύτης [[πολλάκις]] δι’ ἐπιθετικῶν προσδιορισμῶν περιορίζεταί πως, δύσθεον Αἰσχύλ. Χο. 191· ὑπέρτολμον [[αὐτόθι]] 595· ὠμὸν ὁ αὐτ ἐπὶ Θηβ. 519· ἐλεύθερον Πλάτ. Νόμ. 865D· τυραννικὸν ὁ αὐτ ἐν Πολ. 573Β, Ξεν. Λακ. Πολ. 15. 8. 2) [[διανόημα]], [[σκέψις]], [[σκοπός]], ἐπιθυμία, [[θέλησις]], [[φθέγμα]] καὶ ἀνεμόεν φρ. Σοφ. Ἀντιγ. 354. πρβλ. 176, 207· συχνάχις ἐν τῷ πληθ., καρτεροῖς φρ. Αἰσχύλ. Προμ. 207· Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων [[ἄγαν]] φρ. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 827· ματαίων... φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]] ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 438· ἐμπέδοις φρ. Σοφ. Ἀντ. 169· τὰ σκλήρ’ [[ἄγαν]] φρ. [[αὐτόθι]] 473· τῶν φρ. ὁ [[Ζεὺς]] κολαστὴς τῶν [[ἄγαν]] ὑπερφρόνων Εὐριπ. [[Ἡρακλ]]. 388· φρ. μεγάλα Πλάτ. Συμπ. 190Β, πρβλ. Κριτίαν 120Ε. ΙΙ ἐπὶ καλῆς ἢ ἐπὶ κακῆς σημασίας, 1) ὑψηλὸν καὶ εὐγενὲς [[φρόνημα]], [[μεγαλοφροσύνη]], ἀποφασιτικὸς [[χαρακτήρ]], θάρρος μετά ὑπερηφανίας, τῶν Ἀθηναίων τὸ φρ. Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. 9. 7, 2· φρονήματος [[πλέως]] ὁ μῦθός ἐστιν Αἰσχύλ. Πρ. 953· ἀνδρί γε φρ. ἔχοντι Θουκ. 2. 43 φο. καὶ [[πίστις]] Ἀριστ, Πολιτικ. 3. 11, 5· δουλοῦν τὸ φρ. Θουκ. 2. 61 (πρβλ. [[καταφρόνημα]])· μετά μέλλ. ἀπαρ., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι, ἔχοντες τὴν φιλοτιμίαν καὶ φιλοδοξίαν νὰ γίνωσιν ἡγεμόνες τῆς Π., ὁ αὐτ. 5. 40· ― [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., ὑψηλαὶ σκέψεις, σχέδια μεγάλα, καὶ περιληπτικῶς, θάρρος, [[ὑπερηφανία]], [[πεποίθησις]], διασείειν τὰ Ἀθηναίων φρον. Ἡρόδ. 6. 109, πρβλ. 3. 122, 125., 9. 54· οὐ... ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φρ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Πλάτ. Συμπ. 182C, πρβλ. 190Β, Ἰσοκρ. 134D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[κόμπος]], [[ἀλαζονεία]], [[ὑπερηφανία]], [[τῦφος]], Αἰσχύλ. Πρ. 955, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 926, Ἀριστοφ. Σφ. 1024, Εἰρ. 25, Πλάτ., κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 303D, Πλούτ., κλπ ΙΙΙ. ὁ πληθ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. ὡς συνώνυμον τῷ φρένες, ἡ καρδία, τὸ [[στῆθος]], ἰὸς ἐκ φρονημάτων… πεσὼν Εὐμενίδ. 478.
|lstext='''φρόνημα''': τό, ὁ, [[νοῦς]], τὸ πνεῦμά τινος, ἡ [[διάθεσις]], Λατιν. animus, ἔστ’ ἂν Διὸς φρ. λωφήσῃ χόλου Αἰσχύλ. Προμ. 376· Αἰσχύλου φρόνημ’ ἔχων Τηλεκλείδης ἐν «Ἠσιόδοις» 1· ― ἡ [[ἔννοια]] τῆς λέξεως ταύτης [[πολλάκις]] δι’ ἐπιθετικῶν προσδιορισμῶν περιορίζεταί πως, δύσθεον Αἰσχύλ. Χο. 191· ὑπέρτολμον [[αὐτόθι]] 595· ὠμὸν ὁ αὐτ ἐπὶ Θηβ. 519· ἐλεύθερον Πλάτ. Νόμ. 865D· τυραννικὸν ὁ αὐτ ἐν Πολ. 573Β, Ξεν. Λακ. Πολ. 15. 8. 2) [[διανόημα]], [[σκέψις]], [[σκοπός]], ἐπιθυμία, [[θέλησις]], [[φθέγμα]] καὶ ἀνεμόεν φρ. Σοφ. Ἀντιγ. 354. πρβλ. 176, 207· συχνάχις ἐν τῷ πληθ., καρτεροῖς φρ. Αἰσχύλ. Προμ. 207· Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων [[ἄγαν]] φρ. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 827· ματαίων... φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]] ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 438· ἐμπέδοις φρ. Σοφ. Ἀντ. 169· τὰ σκλήρ’ [[ἄγαν]] φρ. [[αὐτόθι]] 473· τῶν φρ. ὁ [[Ζεὺς]] κολαστὴς τῶν [[ἄγαν]] ὑπερφρόνων Εὐριπ. [[Ἡρακλ]]. 388· φρ. μεγάλα Πλάτ. Συμπ. 190Β, πρβλ. Κριτίαν 120Ε. ΙΙ ἐπὶ καλῆς ἢ ἐπὶ κακῆς σημασίας, 1) ὑψηλὸν καὶ εὐγενὲς [[φρόνημα]], [[μεγαλοφροσύνη]], ἀποφασιτικὸς [[χαρακτήρ]], θάρρος μετά ὑπερηφανίας, τῶν Ἀθηναίων τὸ φρ. Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. 9. 7, 2· φρονήματος [[πλέως]] ὁ μῦθός ἐστιν Αἰσχύλ. Πρ. 953· ἀνδρί γε φρ. ἔχοντι Θουκ. 2. 43 φο. καὶ [[πίστις]] Ἀριστ, Πολιτικ. 3. 11, 5· δουλοῦν τὸ φρ. Θουκ. 2. 61 (πρβλ. [[καταφρόνημα]])· μετά μέλλ. ἀπαρ., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι, ἔχοντες τὴν φιλοτιμίαν καὶ φιλοδοξίαν νὰ γίνωσιν ἡγεμόνες τῆς Π., ὁ αὐτ. 5. 40· ― [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., ὑψηλαὶ σκέψεις, σχέδια μεγάλα, καὶ περιληπτικῶς, θάρρος, [[ὑπερηφανία]], [[πεποίθησις]], διασείειν τὰ Ἀθηναίων φρον. Ἡρόδ. 6. 109, πρβλ. 3. 122, 125., 9. 54· οὐ... ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φρ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Πλάτ. Συμπ. 182C, πρβλ. 190Β, Ἰσοκρ. 134D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[κόμπος]], [[ἀλαζονεία]], [[ὑπερηφανία]], [[τῦφος]], Αἰσχύλ. Πρ. 955, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 926, Ἀριστοφ. Σφ. 1024, Εἰρ. 25, Πλάτ., κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 303D, Πλούτ., κλπ ΙΙΙ. ὁ πληθ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. ὡς συνώνυμον τῷ φρένες, ἡ καρδία, τὸ [[στῆθος]], ἰὸς ἐκ φρονημάτων… πεσὼν Εὐμενίδ. 478.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>A.</b> <i>au mor.</i> ;<br /><b>I.</b> esprit, intelligence, pensée;<br /><b>II.</b> manière de penser, sentiment :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>particul.</i> manière de penser grande <i>ou</i> élevée, courage, grandeur d’âme, noblesse, sentiments élevés;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> orgueil, présomption, arrogance, fierté;<br /><b>B.</b> <i>au phys.</i> cœur, <i>c.</i> φρένες.<br />'''Étymologie:''' [[φρονέω]].
}}
}}