Anonymous

ὠτειλή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠτειλή''': ἡ, [[τραῦμα]], [[μάλιστα]] δὲ πρόσφατον, ἀνοικτὸν [[τραῦμα]], Ἰλ. (κατὰ τὸν Ἀμμών. σ. 107, 150, ἀντίθετον τῷ [[οὐλή]])· δεῖξεν δ’ ἄμβροτον [[αἷμα]] καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Ἰλ. Ε. 870· αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Λ. 266, πρβλ. Ρ. 297· [[δόρυ]] χάλκεον ἐξ ὠτ. εἴρυσε Π. 862, πρβλ. Ὀδ. Κ. 164· ὠτειλὴν.. δῆσαν ἐπισταμένως Ὀδ. Τ. 456 ― ὁ Ἀρίστρχ. ἐδέχετο ὅτι τὸ ὠτειλὴ σημαίνει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον [[τραῦμα]] προξενούμενον ἐν συμπλοκῇ ἐκ τοῦ [[συστάδην]], δι’ ὅπλου ὃν ὁ πλήττων κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα καὶ οὐχὶ διὰ βέλους ἢ ἀκοντίου ῥιπτομένου, ὠτ. χαλκοτύπους Ἰλ. Τ. 25, διὸ ὠβέλιζεν ὡς νόθους τοὺς ἐν τῷ Δ. στίχ. 140, 149· ἴδε Lebrs Aristarch. 69. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[λέξις]] [[κυρίως]] ἀναφαίνεται ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ., παρ’ ὧ κεῖται ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ τραύματος [[εἴτε]] προσφάτου [[εἴτε]] μή, 788Α, κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[σημεῖον]] ἰαθέντος τραύματος, [[οὐλή]], 789C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], = ἔλκος. Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ.· ― [[ἅπαξ]] παρὰ Ξεν., τὰς ὠτειλὰς εἶχε, τὰ σημεῖα τοῦ τραύματος, Ἀνάβ. 1. 9, 6· οὕτω, Πλουτ. Κοριολ. 14., 2. 276C. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[οὐτάω]], τρεπομένου τοῦ ου εἰς ω, ὡς ἐν τῇ Δωρικῇ διαλέκτῳ· πρβλ. οὐταμένη ὠτειλὴ Ἰλ. Ξ. 518, Ρ. 86).
|lstext='''ὠτειλή''': ἡ, [[τραῦμα]], [[μάλιστα]] δὲ πρόσφατον, ἀνοικτὸν [[τραῦμα]], Ἰλ. (κατὰ τὸν Ἀμμών. σ. 107, 150, ἀντίθετον τῷ [[οὐλή]])· δεῖξεν δ’ ἄμβροτον [[αἷμα]] καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Ἰλ. Ε. 870· αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Λ. 266, πρβλ. Ρ. 297· [[δόρυ]] χάλκεον ἐξ ὠτ. εἴρυσε Π. 862, πρβλ. Ὀδ. Κ. 164· ὠτειλὴν.. δῆσαν ἐπισταμένως Ὀδ. Τ. 456 ― ὁ Ἀρίστρχ. ἐδέχετο ὅτι τὸ ὠτειλὴ σημαίνει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον [[τραῦμα]] προξενούμενον ἐν συμπλοκῇ ἐκ τοῦ [[συστάδην]], δι’ ὅπλου ὃν ὁ πλήττων κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα καὶ οὐχὶ διὰ βέλους ἢ ἀκοντίου ῥιπτομένου, ὠτ. χαλκοτύπους Ἰλ. Τ. 25, διὸ ὠβέλιζεν ὡς νόθους τοὺς ἐν τῷ Δ. στίχ. 140, 149· ἴδε Lebrs Aristarch. 69. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[λέξις]] [[κυρίως]] ἀναφαίνεται ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ., παρ’ ὧ κεῖται ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ τραύματος [[εἴτε]] προσφάτου [[εἴτε]] μή, 788Α, κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[σημεῖον]] ἰαθέντος τραύματος, [[οὐλή]], 789C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], = ἔλκος. Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ.· ― [[ἅπαξ]] παρὰ Ξεν., τὰς ὠτειλὰς εἶχε, τὰ σημεῖα τοῦ τραύματος, Ἀνάβ. 1. 9, 6· οὕτω, Πλουτ. Κοριολ. 14., 2. 276C. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[οὐτάω]], τρεπομένου τοῦ ου εἰς ω, ὡς ἐν τῇ Δωρικῇ διαλέκτῳ· πρβλ. οὐταμένη ὠτειλὴ Ἰλ. Ξ. 518, Ρ. 86).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />blessure :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> blessure fraîche, ouverte;<br /><b>2</b> blessure fermée, cicatrice <i>en prose touj. en ce sens</i>.<br />'''Étymologie:''' [[οὐτάω]].
}}
}}