Anonymous

ψελλισμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψελλισμός''': ὁ, τὸ ψελλίζειν, λαλεῖν ὡς [[παιδίον]], ψελλισμοὶ γλώσσης Πλούτ. 2. 650Ε, πρβλ. 1066D· [[τρόπος]] προσποιητὸς τοῦ λέγειν, Ernesti Λεξικ. Ρητ. ΙΙ. μεταφορ., ποδάγρας ψελλισμὸς, ἀρχὴ, [[προμήνυμα]] ποδάγρας, Πλούτ. Σύλλ. 26.
|lstext='''ψελλισμός''': ὁ, τὸ ψελλίζειν, λαλεῖν ὡς [[παιδίον]], ψελλισμοὶ γλώσσης Πλούτ. 2. 650Ε, πρβλ. 1066D· [[τρόπος]] προσποιητὸς τοῦ λέγειν, Ernesti Λεξικ. Ρητ. ΙΙ. μεταφορ., ποδάγρας ψελλισμὸς, ἀρχὴ, [[προμήνυμα]] ποδάγρας, Πλούτ. Σύλλ. 26.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> défaut de prononciation qui empêche d’articuler nettement certains sons;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> caractère indécis d’un mal à son début.<br />'''Étymologie:''' [[ψελλίζω]].
}}
}}