ψελλισμός

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλισμός Medium diacritics: ψελλισμός Low diacritics: ψελλισμός Capitals: ΨΕΛΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: psellismós Transliteration B: psellismos Transliteration C: psellismos Beta Code: yellismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A stammering, ψελλισμοὶ γλώσσης Plu.2.650e.
II metaph., indistinctness, ib.1066d, ποδάγρας ψ. unpronounced (i.e. suppressed) gout, Plu.Sull.26.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, das Stammeln, Stottern, Plut. adv. Stoic. 16 Syll. 26 Symp. 3, 3, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 défaut de prononciation qui empêche d'articuler nettement certains sons;
2 p. anal. caractère indécis d'un mal à son début.
Étymologie: ψελλίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψελλισμός -οῦ, ὁ [ψελλίζω] gebrabbel.

Russian (Dvoretsky)

ψελλισμός:
1 невнятное произношение, косноязычие (ψελλισμοὶ γλώσσης Plut.);
2 смутное начало, предвестники (ποδάγρας ψ. Plut.).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ψελλίζω
δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα
αρχ.
1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας
2. προσποιητός τρόπος ομιλίας
3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ψελλισμός: ὁ, μη ευκρινής προφορά του λόγου· μεταφ., ποδάγρας ψελλισμός, αρχή, προμήνυμα ποδάγρας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλισμός: ὁ, τὸ ψελλίζειν, λαλεῖν ὡς παιδίον, ψελλισμοὶ γλώσσης Πλούτ. 2. 650Ε, πρβλ. 1066D· τρόπος προσποιητὸς τοῦ λέγειν, Ernesti Λεξικ. Ρητ. ΙΙ. μεταφορ., ποδάγρας ψελλισμὸς, ἀρχὴ, προμήνυμα ποδάγρας, Πλούτ. Σύλλ. 26.

Middle Liddell

ψελλισμός, οῦ, ὁ,
a pronouncing indistinctly: metaph., ποδάγρας ψ. unpronounced (i. e. suppressed) gout, Plut.