3,276,318
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὤψ''': ἡ, Ἐτυμ. Μέγ. 344. 55, - ἀλλὰ ὁ, Εὐστ. 1426. 57 (ἴδε κατωτ.), γεν. ὠπός, αἰτ. ὦπα· - [[ὀφθαλμός]], [[πρόσωπον]], [[ὄψις]], Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἀλλὰ μόνον κατ’ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, οὐδ. ἂν ἔμοιγε τετλαίη κύνεός περ ἐὼν εἰς ὦπα ἰδέσθαι, νά με ἴδῃ εἰς τὸ [[πρόσωπον]], Ἰλ. Ι. 373· εἰς ὦπά τινος ἰδέσθαι Ο. 147· καὶ ἀπολ. εἰς ὦπα ἰδέσθαι Ὀδ. Χ. 405, Ψ. 107· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν (περὶ τῆς Ἑλένης), «[[λίαν]] ταῖς ἀθανάτοις θεαῖς κατὰ τὴν πρόσοψιν ὁμοία ἐστὶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 158· οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα [[ἐῴκει]] Ὀδ. Α. 411· θεῇς εἰς ὦπα ἐΐσκειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 62. - Ἐν Πλάτ. Κρατ. 409C, εὕρηται ἀρσ. αἰτιατ. πληθ. τοὺς ὦπας (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ παρ’ Ἀθήν. 287Α, 367Α, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 6, [[ὅπερ]] βεβαιοῦται καὶ ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. σ. 158), ἣν ἀποδοκιμάζει ὁ Βεκκῆρ. καὶ ὁ Stallb., ἀναγινώσκουσι δὲ τὰ ὦπα κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα· δοτ. ὤπεσσι Μάξιμ. π. καταρχ. 157. (Ἐκ τῆς √ΟΠ ἴδε ὄψ Β). | |lstext='''ὤψ''': ἡ, Ἐτυμ. Μέγ. 344. 55, - ἀλλὰ ὁ, Εὐστ. 1426. 57 (ἴδε κατωτ.), γεν. ὠπός, αἰτ. ὦπα· - [[ὀφθαλμός]], [[πρόσωπον]], [[ὄψις]], Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἀλλὰ μόνον κατ’ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, οὐδ. ἂν ἔμοιγε τετλαίη κύνεός περ ἐὼν εἰς ὦπα ἰδέσθαι, νά με ἴδῃ εἰς τὸ [[πρόσωπον]], Ἰλ. Ι. 373· εἰς ὦπά τινος ἰδέσθαι Ο. 147· καὶ ἀπολ. εἰς ὦπα ἰδέσθαι Ὀδ. Χ. 405, Ψ. 107· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν (περὶ τῆς Ἑλένης), «[[λίαν]] ταῖς ἀθανάτοις θεαῖς κατὰ τὴν πρόσοψιν ὁμοία ἐστὶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 158· οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα [[ἐῴκει]] Ὀδ. Α. 411· θεῇς εἰς ὦπα ἐΐσκειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 62. - Ἐν Πλάτ. Κρατ. 409C, εὕρηται ἀρσ. αἰτιατ. πληθ. τοὺς ὦπας (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ παρ’ Ἀθήν. 287Α, 367Α, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 6, [[ὅπερ]] βεβαιοῦται καὶ ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. σ. 158), ἣν ἀποδοκιμάζει ὁ Βεκκῆρ. καὶ ὁ Stallb., ἀναγινώσκουσι δὲ τὰ ὦπα κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα· δοτ. ὤπεσσι Μάξιμ. π. καταρχ. 157. (Ἐκ τῆς √ΟΠ ἴδε ὄψ Β). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ἡ) :<br /><i>seul. à l’acc.</i> ὦπα;<br />vue ; visage : [[εἰς]] ὦπα ἰδέσθαι τινί IL <i>ou</i> [[εἰς]] ὦπά τινος ἰδέσθαι IL regarder qqn en face ; θεῆς [[εἰς]] ὦπα ἔοικεν IL elle ressemblait de visage <i>ou</i> d’aspect à une déesse.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀπ, voir ; cf. [[ὄπωπα]], [[ὄψομαι]]. | |||
}} | }} |