3,270,629
edits
(6_20) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρχέομαι''': παρατ. ὠρχούμην, συνηρ. παρ’ Ὁμ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. ὀρχήσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 1178, κτλ.: ἀόρ. ὠρχησάμην Ἀνακρ. 69, (ἀπ-) Ἡρόδ. 6. 129· ἀπαρ. ὀρχήσασθαι Ὅμ.· πρβλ. ἀπ-, κατορχέομαι· ἀποθ.· (ἴδε ἐν τέλ.). Χορεύω, «ἀρχιοῦμαι» (ἀρκιοῦμαι ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου ἐπὶ ἑνὸς ὀρχουμένου ἢ δύο), ἠίθεοι καὶ παρθένοι..ὠρχεῦντ’ Ἰλ. Σ. 594· Λαοδάμαντα κέλευσεν μουνὰξ ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξ. 465· πόσσ’ ἀπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Ἡσ. Θ. 4· Φρύνιχος ὁ ὀρχησάμενος, ὁ [[ὀρχηστής]], Ἀνδοκ. 7. 22· ὀ. πρὸς ὅπλα, ἐπὶ τοῦ πυρριχίου χοροῦ, [[Δημήτριος]] ὁ Σκήψιος παρ’ Ἀθην. 115 Β· ἐν ῥυθμῷ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10· ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσὶ (ὡς τὸ χειρονομέειν παρ’ Ἡροδ.) Ἀντιφάνης ἐν «Καρσὶν» 1· ― μετ’ αἰτ. τόπου, δώσοι τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι, ἵνα χορεύσῃς ἐν αὐτῇ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., Λακωνικὰ σχήματα ὀρχεῖσθαι, κατὰ τὸν Λακωνικὸν βηματισμόν, Ἡρόδ. 6. 129· ὀρχ. τὸ Περσικὸν Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα ὀρχ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 7.5· ὕμνον ὀρχ. Ἀθήν. 631D ὀρχ. τὸν ὅρμον Λουκ. περὶ Ὀρχ. 11 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[καρπαία]]. 2) πράγματι μεταβατ., [[παριστάνω]] δι’ ὀρχήσεως ἢ παντομιμικῶν κινήσεων, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀρχ. τὸν Αἴαντα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80, 83, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 248., 11. 254, Valck. Adon. σ. 398 (οὕτω παρ’ Ὁρατ., Cyclopa moveri, 1 Sat. 5. 63· Satyrum saltare 2 Ep. 2. 125). ΙΙ. μεταφορ., πηδῶ, σκιρτῶ, ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ Αἰσχύλ. Χο. 167, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἴων [[ἔνθα]] κατωτ.· Θεσσαλίη ὠρχήσατο, ἐσείσθη, ἔτρεμε, Καλλ. εἰς Δῆλ. 139. ΙΙΙ.τὸ ἐνεργ. ὀρχέω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ χορεύσῃ (ἴδε Πλάτ. Κρατ. 407Α) [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἴωνι ἐν Ἀθην. 21Α, φρένας ἐκ τῶν ἀέλπτων [[μᾶλλον]] ὤρχησεν, ἔκαμε τὴν καρδίαν νὰ σκιρτᾷ· ἀλλὰ τὸ [[ὀρκῆσι]] ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1179 [[εἶναι]] βαρβαρισμὸς ἀντὶ ὀρχησάσθω. (Πιθ. ἐκ τοῦ [[ὄρχος]], ὡς ἐν τῇ Γερμ. Reige, Reihe σημαίνει σειρὰν ὀρχηστῶν.) | |lstext='''ὀρχέομαι''': παρατ. ὠρχούμην, συνηρ. παρ’ Ὁμ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. ὀρχήσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 1178, κτλ.: ἀόρ. ὠρχησάμην Ἀνακρ. 69, (ἀπ-) Ἡρόδ. 6. 129· ἀπαρ. ὀρχήσασθαι Ὅμ.· πρβλ. ἀπ-, κατορχέομαι· ἀποθ.· (ἴδε ἐν τέλ.). Χορεύω, «ἀρχιοῦμαι» (ἀρκιοῦμαι ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου ἐπὶ ἑνὸς ὀρχουμένου ἢ δύο), ἠίθεοι καὶ παρθένοι..ὠρχεῦντ’ Ἰλ. Σ. 594· Λαοδάμαντα κέλευσεν μουνὰξ ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξ. 465· πόσσ’ ἀπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Ἡσ. Θ. 4· Φρύνιχος ὁ ὀρχησάμενος, ὁ [[ὀρχηστής]], Ἀνδοκ. 7. 22· ὀ. πρὸς ὅπλα, ἐπὶ τοῦ πυρριχίου χοροῦ, [[Δημήτριος]] ὁ Σκήψιος παρ’ Ἀθην. 115 Β· ἐν ῥυθμῷ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10· ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσὶ (ὡς τὸ χειρονομέειν παρ’ Ἡροδ.) Ἀντιφάνης ἐν «Καρσὶν» 1· ― μετ’ αἰτ. τόπου, δώσοι τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι, ἵνα χορεύσῃς ἐν αὐτῇ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., Λακωνικὰ σχήματα ὀρχεῖσθαι, κατὰ τὸν Λακωνικὸν βηματισμόν, Ἡρόδ. 6. 129· ὀρχ. τὸ Περσικὸν Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα ὀρχ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 7.5· ὕμνον ὀρχ. Ἀθήν. 631D ὀρχ. τὸν ὅρμον Λουκ. περὶ Ὀρχ. 11 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[καρπαία]]. 2) πράγματι μεταβατ., [[παριστάνω]] δι’ ὀρχήσεως ἢ παντομιμικῶν κινήσεων, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀρχ. τὸν Αἴαντα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80, 83, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 248., 11. 254, Valck. Adon. σ. 398 (οὕτω παρ’ Ὁρατ., Cyclopa moveri, 1 Sat. 5. 63· Satyrum saltare 2 Ep. 2. 125). ΙΙ. μεταφορ., πηδῶ, σκιρτῶ, ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ Αἰσχύλ. Χο. 167, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἴων [[ἔνθα]] κατωτ.· Θεσσαλίη ὠρχήσατο, ἐσείσθη, ἔτρεμε, Καλλ. εἰς Δῆλ. 139. ΙΙΙ.τὸ ἐνεργ. ὀρχέω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ χορεύσῃ (ἴδε Πλάτ. Κρατ. 407Α) [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἴωνι ἐν Ἀθην. 21Α, φρένας ἐκ τῶν ἀέλπτων [[μᾶλλον]] ὤρχησεν, ἔκαμε τὴν καρδίαν νὰ σκιρτᾷ· ἀλλὰ τὸ [[ὀρκῆσι]] ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1179 [[εἶναι]] βαρβαρισμὸς ἀντὶ ὀρχησάσθω. (Πιθ. ἐκ τοῦ [[ὄρχος]], ὡς ἐν τῇ Γερμ. Reige, Reihe σημαίνει σειρὰν ὀρχηστῶν.) | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ipf. du. ὠρχείσθην, 3 pl. [[ὠρχεῦντο]], aor. inf. ὀρχήσασθαι: [[dance]]. | |||
}} | }} |