ὀρχέομαι

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχέομαι Medium diacritics: ὀρχέομαι Low diacritics: ορχέομαι Capitals: ΟΡΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: orchéomai Transliteration B: orcheomai Transliteration C: orcheomai Beta Code: o)rxe/omai

English (LSJ)

impf. ὠρχούμην: Ep. 3pl. pres. ὀρχεῦνται, impf. ὠρχεῦντο (v. infr.):
A fut. ὀρχήσομαι Ar.Th.1178, etc.: aor. ὠρχησάμην Anacr. 69, Hdt.6.129; inf. ὀρχήσασθαι Hom. (v. infr.):—Pass., aor. ὠρχήθην Euph.87:—dance, ἠΐθεοι καὶ παρθένοι.. ὠρχεῦντ' Il.18.594; Ἅλιον καὶ Λαοδάμαντα κέλευσε μουνὰξ ὀρχήσασθαι Od.8.371, cf. 14.465; πόσσ' ἁπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Hes.Th.4; ὀ. πρὸς ὅπλα, of the Pyrrhic dance, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.155b; ἐν ῥυθμῷ X.Cyr.1.3.10; ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσί (cf. χειρονομέω) Antiph.113.1: c. acc. loci, δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι to dance in or dance on, Orac. ap. Hdt. 1.66, cf. Euph.l.c. (Pass.): also c. acc. cogn., Λακωνικὰ σχημάτια ὀρχεῖσθαι = dance Laconian steps, Id.6.129; ὀ. τὸ Περσικόν X.Cyr.8.4.12; ὀ. πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα Id.Smp.7.5; ὀ. τὸν ὅρμον Luc.Salt.II sq., etc.:—Pass., τῶν ὕμνων οἳ μὲν ὠρχοῦντο οἳ δὲ οὐκ ὠρχοῦντο Ath.14.631d.
2 represent by dancing or represent by pantomime, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀ. τὸν Αἴαντα, Luc.Salt.80, 83, cf. AP9.248 (Boeth.), 11.254 (Lucill.).
II metaph., leap, bound, ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ A.Ch.166, cf. Anaxandr.59; Θεσσαλίη ὠρχήσατο = Thessaly shook, trembled, Call.Del.139.
III Act. ὀρχέω, make to dance (v. Pl.Cra.407a), is used by Ion Trag.50, ἐκ τῶν ἀέλπτων μᾶλλον ὤρχησεν φρένας made my heart leap (so codd. Ath., ὤρχησαι Nauck); but ὀρκῆσι in Ar.Th.1179 is a barbarism for ὀρχῆται.

French (Bailly abrégé)

ὀρχέω, ὀρχῶ :
faire danser ; mettre en mouvement;
Moy. ὀρχέομαι, ὀρχοῦμαι plus us.
1 danser : πρὸς αὐλόν XÉN au son de la flûte ; Λακωνικὰ σχήματα HDT exécuter des figures de danse laconienne ; τὴν καρπαίαν καλουμένην XÉN danser la danse καρπαία, p. ext. représenter en dansant, reproduire par la pantomime, acc.;
2 p. ext. s'agiter ou être agité fortement, tressaillir, tressauter en parl. du cœur.
Étymologie: ὄρχος.

German (Pape)

[Seite 389] (ἔρχομαι, nicht mit χορός zusammenhangend), dep. med., tanzen, hüpfen, springen; Il. 18, 594 Od. 8, 371; οἶνος ὀρχήσασθαι ἀνῆκεν, 14, 465; ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ, Aesch. Ch. 165, es klopft vor Furcht; Ar. Nubb. 765 Pax 326 u. öfter; u. in Prosa, ὀρχήσατο Λακωνικὰ σχημάτια Her. 6, 129, vgl. Xen. Conv. 7, 5, wie auch sonst der Tanz im acc. hinzugefügt wird, τὸ Περσικόν, Cyr. 8, 4, 12; vgl. Ath. I c. 40; – Plat. Crat. 407 a sagt τὸ αὑτὸν μετεωρίζειν ὀρχεῖσθαι καλοῦμεν, u. vrbdt es mit ᾄδειν, Legg. VII, 803 e; οἷον ὀρχεῖσθον παίζοντε, Euthyd. 277 e; Xen. An. 5, 4, 34 u. Sp., wie Pol. 24, 6, 11. – Bei Sp. pantomimisch, durch den Tanz darstellen, ὠρχήσατο τὴν Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεος μοιχείαν, Luc. de salt. 63; τὸν Αἴαντα, 83; τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, 80; Antiphan. bei Ath. IV, 134 b sagt auch οὐχ ὁρᾷς ὀρχούμενον ταῖς χερσὶ τὸν βάκηλον. – Übh. = κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι, Ath. I c. 37, der Beispiele aus Isocr. u. aus Ion sogar das act. anführt, ὤρχησεν φρένας, d. i. ἠρέθισε, ἐκίνησε, wo er auch von der Ableitung des Wortes spricht.

Russian (Dvoretsky)

ὀρχέομαι: (3 л. pl. impf. ὠρχεῦντο)
1 плясать, танцевать (ἐν ῥυθμῷ Xen.): ὀ. Λακωνικὰ σχημάτια Her. исполнять лаконские пляски; πρὸς τὸν αὐλὸν ὀ. Xen. танцевать под звуки флейт;
2 изображать пляской или пантомимой (τὴν Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεος μοιχείαν Luc.);
3 трепетать, стучать, биться (ὀρχεῖται καρδία φόβῳ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχέομαι: παρατ. ὠρχούμην, συνηρ. παρ’ Ὁμ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. ὀρχήσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 1178, κτλ.: ἀόρ. ὠρχησάμην Ἀνακρ. 69, (ἀπ-) Ἡρόδ. 6. 129· ἀπαρ. ὀρχήσασθαι Ὅμ.· πρβλ. ἀπ-, κατορχέομαι· ἀποθ.· (ἴδε ἐν τέλ.). Χορεύω, «ἀρχιοῦμαι» (ἀρκιοῦμαι ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου ἐπὶ ἑνὸς ὀρχουμένου ἢ δύο), ἠίθεοι καὶ παρθένοι..ὠρχεῦντ’ Ἰλ. Σ. 594· Λαοδάμαντα κέλευσεν μουνὰξ ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξ. 465· πόσσ’ ἀπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Ἡσ. Θ. 4· Φρύνιχος ὁ ὀρχησάμενος, ὁ ὀρχηστής, Ἀνδοκ. 7. 22· ὀ. πρὸς ὅπλα, ἐπὶ τοῦ πυρριχίου χοροῦ, Δημήτριος ὁ Σκήψιος παρ’ Ἀθην. 115 Β· ἐν ῥυθμῷ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10· ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσὶ (ὡς τὸ χειρονομέειν παρ’ Ἡροδ.) Ἀντιφάνης ἐν «Καρσὶν» 1· ― μετ’ αἰτ. τόπου, δώσοι τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι, ἵνα χορεύσῃς ἐν αὐτῇ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., Λακωνικὰ σχήματα ὀρχεῖσθαι, κατὰ τὸν Λακωνικὸν βηματισμόν, Ἡρόδ. 6. 129· ὀρχ. τὸ Περσικὸν Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα ὀρχ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 7.5· ὕμνον ὀρχ. Ἀθήν. 631D ὀρχ. τὸν ὅρμον Λουκ. περὶ Ὀρχ. 11 κἑξ., κτλ.· πρβλ. καρπαία. 2) πράγματι μεταβατ., παριστάνω δι’ ὀρχήσεως ἢ παντομιμικῶν κινήσεων, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀρχ. τὸν Αἴαντα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80, 83, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 248., 11. 254, Valck. Adon. σ. 398 (οὕτω παρ’ Ὁρατ., Cyclopa moveri, 1 Sat. 5. 63· Satyrum saltare 2 Ep. 2. 125). ΙΙ. μεταφορ., πηδῶ, σκιρτῶ, ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ Αἰσχύλ. Χο. 167, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἴων ἔνθα κατωτ.· Θεσσαλίη ὠρχήσατο, ἐσείσθη, ἔτρεμε, Καλλ. εἰς Δῆλ. 139. ΙΙΙ.τὸ ἐνεργ. ὀρχέω, κάμνω τινὰ νὰ χορεύσῃ (ἴδε Πλάτ. Κρατ. 407Α) εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἴωνι ἐν Ἀθην. 21Α, φρένας ἐκ τῶν ἀέλπτων μᾶλλον ὤρχησεν, ἔκαμε τὴν καρδίαν νὰ σκιρτᾷ· ἀλλὰ τὸ ὀρκῆσι ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1179 εἶναι βαρβαρισμὸς ἀντὶ ὀρχησάσθω. (Πιθ. ἐκ τοῦ ὄρχος, ὡς ἐν τῇ Γερμ. Reige, Reihe σημαίνει σειρὰν ὀρχηστῶν.)

English (Autenrieth)

ipf. du. ὠρχείσθην, 3 pl. ὠρχεῦντο, aor. inf. ὀρχήσασθαι: dance.

English (Strong)

middle voice from orchos (a row or ring); to dance (from the ranklike or regular motion): dance.

English (Thayer)

ὀρχοῦμαι: 1st aorist ὠρχησαμην; (from χορός, by transposition ὄρχος; cf. ά῾ρπω, ἁρπάζω, and Latin rapio, μορφή and Latin forma; (but these supposed transpositions are extremely doubtful, cf. Curtius, § 189; Fick 4:207,167. Some connect ὀρχέομαι with the root, argh, 'to put in rapid motion'; cf. Vanicek, p. 59)); to dance: Homer down; the Sept. for רָקַד, 2 Samuel 6:21.)

Greek Monotonic

ὀρχέομαι: (ὄρχος), παρατ. ὠρχούμην, μέλ. ὀρχήσομαι, αόρ. αʹ ὠρχησάμην· αποθ.,
I. 1. χορεύω σε σειρά, ομάδα χορευτών, και, γενικά, χορεύω, σε Όμηρ. κ.λπ.· δώσω τοι Τεγέην ὀρχήσασθαι, θα σου δώσω την Τεγέα για να χορεύεις σ' αυτή ή στη γης της, Χρησμός παρ' Ηροδ.· με σύστ. αντ., Λακωνικὰ σχήματα ὀρχεῖσθαι, χορεύω χορό με Λακωνικές φιγούρες, σε Ηρόδ.
2. μτβ., αναπαριστώ με χορό παντομίμας, ὀρχεῖσθαι τὸν Αἴαντα (όπως στον Οράτιο, Cyclopa moveri), σε Λουκ.
II. μεταφ., αναπηδώ, ὀρχεῖται καρδία φόβῳ, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to dance, Akt. ὀρχέω to make dance (Il., Ion., trag.).
Other forms: Aor. ὀρχήσασθαι (Od.).
Compounds: Also w. prefix as ὑπ-, κατ-, ἐξ-.
Derivatives: 1. the nom. actionis ὀρχηθμός m. dance (Hom., h. Ap.), ὀρχησμός m. id. (A.), -ηστύς f. id. (Hom., E. Kyk. 171; as κιθαριστύς); younger -ησις f. id. (posthom.; Holt Les noms d'action en -σις 127; semantic. in spite of Benveniste Noms d'ag. 86 not to be separated from -ηστύς), -ημα (ὑπ- ὀρχέομαι ) n. id. (Simon., S., Pl.); 2. the nom. agentis -ηστήρ (Il.), -ηστής, Dor. -ηστάς (Il., Thera, OldAtt.) m.'dancer' with f. -ηστρίς (com., Pl.), -ήστρια(Moer.); 3. the nom. loci -ήστρα f. dancing-room, orchestra (Pl., Arist.); 4. the adj. -ηστικός belonging to dance(r)s, fit for dancing (Pl., Arist.). Deatils in Fraenkel Nom. ag. 1, 28f. (a.o. on the analog. -σ-), Benveniste Origines 201, Noms d'ag. 65 f. a. 86, Porzig Satzinhalte 183 a. 236.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Iterative-intensive formation, formally from primary ἔρχομαι; s.v. and Schwyzer 719 a. 702 (which DELG finds neither formally nor semantically convincing). Skt. r̥ghāyáti tremble, scream, rage, of old compared (Bq s.v. w. lit., WP. 1, 147, Pok. 339, Mayrhofer s.v.) can at most be indirectly connected.

Middle Liddell

ὄρχος
I. to dance in a row, and generally, to dance, Hom., etc.; δώσω τοι Τεγέην ὀρχήσασθαι will give thee Tegea to dance in or on, Orac. ap. Hdt.; c. acc. cogn., Λακωνικὰ σχήματα ὀρχεῖσθαι to dance Laconian figures, Hdt.
2. trans. to represent by pantomimic dancing, ὀρχεῖσθαι τὸν Αἴαντα (as Horace, Cyclopa moveri), Luc.
II. metaph. to bound, ὀρχεῖται καρδία φόβωι Aesch.

Frisk Etymology German

ὀρχέομαι: (seit Il.),
{orkhéomai}
Forms: Aor. ὀρχήσασθαι (seit Od.),
Grammar: v.
Meaning: tanzen, Akt. ὀρχέω tanzen machen (Ion Trag.).
Composita : auch m. Präfix wie ὑπ-, κατ-, ἐξ-,
Derivative: Davon 1. die Nom. actionis ὀρχηθμός m. Tanz (Hom., h. Ap. u.a.), -ησμός m. ib. (A. in lyr. u.a.), -ηστύς f. ib. (Hom., E. Kyk 171; wie κιθαριστύς); jünger -ησις f. ib. (nachhom.; Holt Les noms d’action en -σις 127; semantisch trotz Benveniste Noms d’ag. 86 von -ηστύς nicht zu trennen), -ημα (ὑπ- ~ ) n. ib. (Simon., S., Pl. u.a.); 2. die Nom. agentis -ηστήρ (ep. seit Il.), -ηστής, dor. -ηστάς (Il., Thera, altatt. usw.) m.’Tänzer’ mit f. -ηστρίς(Kom.,Pl.u.a.), -ήστρια(Moer.); 3.das Nom. loci -ήστρα f. Tanzraum, Orchestra (Pl., Arist. u.a.); 4. das Adj. -ηστικός zum Tanz, Tänzer gehörig, zum Tanz passend (Pl., Arist. usw.). Einzelheiten bei Fraenkel Nom.ag. 1, 28f. (u.a. zum analog. -σ-), Benveniste Origines 201, Noms d’ag. 65 f. u. 86, Porzig Satzinhalte 183 u. 236.
Etymology : Iterativintensive Bildung, formal zum primären ἔρχομαι; s.d. und Schwyzer 719 u. 702. Aind. r̥ghāyáti beben, tosen, rasen, seit alters damit verglichen (Bq s.v. m. Lit., WP. 1, 147, Pok. 339, Mayrhofer s.v.) kann höchstens indirekt damit zusammenhängen.
Page 2,433

Chinese

原文音譯:Ñrcšomai 哦而黑哦買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:跳舞
字義溯源:跳舞;源自(ὀρχέομαι)X*=升起,排列)
出現次數:總共(4);太(2);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 你們⋯跳舞(2) 太11:17; 路7:32;
2) 跳舞(2) 太14:6; 可6:22

Mantoulidis Etymological

-οῦμαι (=χορεύω, σκιρτῶ). Ἴσως ἀπό τό οὐσ. ὄρχος (=σειρά ἀπό κλήματα ἤ δέντρα). Μπορεῖ ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό ὄρνυμι (=σηκώνω) ἤ μέ τό ὀρούω (=σπεύδω).
Παράγωγα: ὀρχηδόν (=κατ' ἄντρα), ὀρχηθμός (=χορός), ὄρχημα, ὑπόρχημα, ὄρχησις (=χορός), ὀρχησμός, ὀρχηστήρ, ὀρχήστρια (=χορεύτρια), ὀρχηστής, ὀρχηστικός, ὀρχήστρα, ὀρχηστύς (-ύος) (=χορός), ὀρχηστομανέω (=εἶμαι μανιώδης χορευτής).