Anonymous

κρόκα: Difference between revisions

From LSJ
sl1
(6_8)
(sl1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρόκα''': ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. τοῦ [[κρόκη]].
|lstext='''κρόκα''': ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. τοῦ [[κρόκη]].
}}
{{Slater
|sltr=[[κρόκα]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[wool]] ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι [[νῶτον]] μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) (N. 10.44)] δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ [ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19.
}}
}}