Anonymous

ὀρνιχολόχος: Difference between revisions

From LSJ
sl1
(6_19)
(sl1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνῑχολόχος''': ὄρνῑχος, -χα, Δωρ. ἀντὶ ὀρνιθ-.
|lstext='''ὀρνῑχολόχος''': ὄρνῑχος, -χα, Δωρ. ἀντὶ ὀρνιθ-.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ὀρνῑχολόχος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>wildfowler μισθὸς γὰρ ἄλλοις [[ἄλλος]] ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις [[γλυκύς]], μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48)
}}
}}