Anonymous

ἀγάφθεγκτος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_15)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγάφθεγκτος''': -ον, ([[φθέγγομαι]]), μεγάλα φθεγγόμενος, [[μεγαλόφωνος]], ἀοιδαί, Πίνδ. Ὀ. 6. 155.
|lstext='''ἀγάφθεγκτος''': -ον, ([[φθέγγομαι]]), μεγάλα φθεγγόμενος, [[μεγαλόφωνος]], ἀοιδαί, Πίνδ. Ὀ. 6. 155.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰγάφθεγκτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[loudly]] [[sounding]] ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν (O. 6.91)
}}
}}