Anonymous

ἀβαδής: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_7)
 
(big3_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβαδής''': -ές, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἔτι βαδίζειν, Εὐθαλ. Προλ. εἰς Ἀποστ. Πραξ. 404, «οἷά τις [[πῶλος]] [[ἀβαδής]].»
|lstext='''ἀβαδής''': -ές, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἔτι βαδίζειν, Εὐθαλ. Προλ. εἰς Ἀποστ. Πραξ. 404, «οἷά τις [[πῶλος]] [[ἀβαδής]].»
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[indómito]]de un caballo, Euthal.<i>Act</i>.M.85.629A.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> ἀ- priv. y raíz de [[βαίνω]] q.u., c. suf. -δ- como en [[βάδην]], ἐμβάδες, etc.
}}
}}