Anonymous

ἀβδέλυκτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_15)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβδέλυκτος''': ον (βδελύσσω), ὃν δὲν βδελύσσεταί τις Αἰσχύλ. ἀποσπ. 130. Ἀβδηρίτης [ῑ], -ου, ὁ, ἐξ Ἀβδήρων τῆς Θρᾴκης· [[οὕτως]] ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι, ὡς καὶ [[ἡμεῖς]] νῦν, καὶ τοὺς εὐήθεις καὶ ἠλιθίους. Δημ. 218. 10: ― ἐπίθ. ἀβδηριτικός, ή, όν, ὡς Ἀβδηρίτης· ὅ ἐ. [[εὐήθης]]. Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 2: ἀβδηρο-[[λόγος]], ον, Τατιαν. Κικ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 7. 7. 4.
|lstext='''ἀβδέλυκτος''': ον (βδελύσσω), ὃν δὲν βδελύσσεταί τις Αἰσχύλ. ἀποσπ. 130. Ἀβδηρίτης [ῑ], -ου, ὁ, ἐξ Ἀβδήρων τῆς Θρᾴκης· [[οὕτως]] ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι, ὡς καὶ [[ἡμεῖς]] νῦν, καὶ τοὺς εὐήθεις καὶ ἠλιθίους. Δημ. 218. 10: ― ἐπίθ. ἀβδηριτικός, ή, όν, ὡς Ἀβδηρίτης· ὅ ἐ. [[εὐήθης]]. Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 2: ἀβδηρο-[[λόγος]], ον, Τατιαν. Κικ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 7. 7. 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no odioso]], [[no repugnante]] καὶ μὴν, φιλῶ [[γάρ]], ἀβδέλυκτ' ἐμοὶ τάδε en verdad, pues te amo, no me repugna esto</i> A.<i>Fr</i>.137.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[βδελυρός]].
}}
}}