ἀβδέλυκτος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβδέλυκτος Medium diacritics: ἀβδέλυκτος Low diacritics: αβδέλυκτος Capitals: ΑΒΔΕΛΥΚΤΟΣ
Transliteration A: abdélyktos Transliteration B: abdelyktos Transliteration C: avdelyktos Beta Code: a)bde/luktos

English (LSJ)

ἀβδέλυκτον, (βδελύσσω) not to be abominated, A.Fr.137.

Spanish (DGE)

-ον
no odioso, no repugnante καὶ μὴν, φιλῶ γάρ, ἀβδέλυκτ' ἐμοὶ τάδε en verdad, pues te amo, no me repugna esto A.Fr.137.
• Etimología: Cf. βδελυρός.

German (Pape)

[Seite 2] nicht verabscheuet, Aesch. Myrm. frg. 118.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβδέλυκτος: ον (βδελύσσω), ὃν δὲν βδελύσσεταί τις Αἰσχύλ. ἀποσπ. 130. Ἀβδηρίτης [ῑ], -ου, ὁ, ἐξ Ἀβδήρων τῆς Θρᾴκης· οὕτως ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι, ὡς καὶ ἡμεῖς νῦν, καὶ τοὺς εὐήθεις καὶ ἠλιθίους. Δημ. 218. 10: ― ἐπίθ. ἀβδηριτικός, ή, όν, ὡς Ἀβδηρίτης· ὅ ἐ. εὐήθης. Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 2: ἀβδηρο-λόγος, ον, Τατιαν. Κικ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 7. 7. 4.

Russian (Dvoretsky)

ἀβδέλυκτος: не вызывающий отвращения (τινι Aesch.).