Anonymous

ἀγάλλοχον: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_22)
(big3_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγάλλοχον''': τό· Λατ. agallochum, ἡ πικρὰ [[ἀλόη]]. Διοσκορ. 1. 21, [[ἔνθα]] ἴδ. Sprengel. Ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἀετίου ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]] [[ξυλαλόη]].
|lstext='''ἀγάλλοχον''': τό· Λατ. agallochum, ἡ πικρὰ [[ἀλόη]]. Διοσκορ. 1. 21, [[ἔνθα]] ἴδ. Sprengel. Ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἀετίου ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]] [[ξυλαλόη]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀγάλοχον]].
}}
}}