Anonymous

ἀδυσώπητος: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_18)
(big3_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδυσώπητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κάμῃ νὰ μεταβάλῃ τὴν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου του, ἢ νὰ ἐρυθριάσῃ, = [[ἀναίσχυντος]], ἀνεξιλέωτος, Πλούτ. 2. 64F, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 534Β.
|lstext='''ἀδυσώπητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κάμῃ νὰ μεταβάλῃ τὴν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου του, ἢ νὰ ἐρυθριάσῃ, = [[ἀναίσχυντος]], ἀνεξιλέωτος, Πλούτ. 2. 64F, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 534Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inexorable]], [[indoblegable]], [[despiadado]] Μοῖραι Orác. en <i>TAM</i> 3.34.C.46 (Termeso, imper.), ref. a Antonino Pío οὐδὲν ἀπηνὲς οὐδὲ ... ἀδυσώπητον οὐδὲ λάβρον M.Ant.1.16.9.<br /><b class="num">2</b> peyor. [[impúdico]], [[desvergonzado]] Ph.2.543, Plu.2.64f<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[descaro]], [[impudor]] τοὺς ... ἀδυσωπήτως ἐνοχλοῦντας ἀποτρίβεσθαι τῷ ἀδυσωπήτῳ quitarse de encima mediante el descaro a los que te enojan con el suyo</i> Plu.2.534b.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> peyor. [[impúdicamente]], [[con descaro]] Plu.2.534a, en un conjuro amoroso τῇ ἐμῇ καὶ ἑαυτῆς ἐπιθυ[μίᾳ ὑπη] ρετουμένη ... ἀ. sirviendo a mi deseo y al suyo sin pudor</i>, <i>PMag</i>.17a.22.<br /><b class="num">2</b> [[pacientemente]] Cyr.H.<i>Catech</i>.15.23.
}}
}}