Anonymous

ἀναλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_2)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναλακτίζω''': [[λακτίζω]] [[ὄπισθεν]], Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., [[ἀπολακτίζω]] τι, [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B.
|lstext='''ἀναλακτίζω''': [[λακτίζω]] [[ὄπισθεν]], Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., [[ἀπολακτίζω]] τι, [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dar una patada hacia arriba]] τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντων Antyll. en Orib.6.31.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[despotricar]], [[despreciar]] ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.95.
}}
}}