ἀναλακτίζω
English (LSJ)
kick upwards, Antyll. ap. Orib.6.31.2.
Spanish (DGE)
dar una patada hacia arriba τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντων Antyll. en Orib.6.31.2
•fig. despotricar, despreciar ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν Clem.Al.Strom.7.16.95.
German (Pape)
[Seite 195] hinten ausschlagen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλακτίζω: λακτίζω ὄπισθεν, Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., ἀπολακτίζω τι, ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B.
Greek Monolingual
(Α ἀναλακτίζω)
1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη
2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λακτίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση].