Anonymous

ἀπήρωτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_18)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπήρωτος''': -ον, ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 1. - Ἐπίρρ. -ωτὶ Θεογνώστ. Κανόνες (Κραμήρου Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 2. σ. 159, 20).
|lstext='''ἀπήρωτος''': -ον, ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 1. - Ἐπίρρ. -ωτὶ Θεογνώστ. Κανόνες (Κραμήρου Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 2. σ. 159, 20).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indemne]], [[íntegro]] ὑγιὲς καὶ ἀπήρωτον Thphr.<i>CP</i> 3.5.1, cf. Gal.5.234.<br /><b class="num">2</b> adv. -ωτί [[sin daño]] Theognost.<i>Can</i>.p.159.20.
}}
}}