3,277,188
edits
(6_16) |
(big3_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτόθηκτος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] τεθηκμένος, ἠκονημένος, λαβών αὐτόθηκον Εὐβοϊκὸν [[ξίφος]], «κατασκευασθὲν ἐκ τῆς ἐν Εὐβοίᾳ χαλκίτιδος ἐξ ἧς ἐδημιουργεῖτο τὰ ψυχρήλατα τῶν ξιφῶν» (Πλούτ. 434Α) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371. | |lstext='''αὐτόθηκτος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] τεθηκμένος, ἠκονημένος, λαβών αὐτόθηκον Εὐβοϊκὸν [[ξίφος]], «κατασκευασθὲν ἐκ τῆς ἐν Εὐβοίᾳ χαλκίτιδος ἐξ ἧς ἐδημιουργεῖτο τὰ ψυχρήλατα τῶν ξιφῶν» (Πλούτ. 434Α) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[naturalmente afilado o templado]] αὐτόθηκτον Εὐβοικὸν ξίφος ref. al metal [[templado en su estado natural]] A.<i>Fr</i>.356. | |||
}} | }} |