Anonymous

αὐτόθηκτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_7
(6_16)
(big3_7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόθηκτος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] τεθηκμένος, ἠκονημένος, λαβών αὐτόθηκον Εὐβοϊκὸν [[ξίφος]], «κατασκευασθὲν ἐκ τῆς ἐν Εὐβοίᾳ χαλκίτιδος ἐξ ἧς ἐδημιουργεῖτο τὰ ψυχρήλατα τῶν ξιφῶν» (Πλούτ. 434Α) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371.
|lstext='''αὐτόθηκτος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] τεθηκμένος, ἠκονημένος, λαβών αὐτόθηκον Εὐβοϊκὸν [[ξίφος]], «κατασκευασθὲν ἐκ τῆς ἐν Εὐβοίᾳ χαλκίτιδος ἐξ ἧς ἐδημιουργεῖτο τὰ ψυχρήλατα τῶν ξιφῶν» (Πλούτ. 434Α) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[naturalmente afilado o templado]] αὐτόθηκτον Εὐβοικὸν ξίφος ref. al metal [[templado en su estado natural]] A.<i>Fr</i>.356.
}}
}}