Anonymous

βωλοειδής: Difference between revisions

From LSJ
big3_9
(6_7)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βωλοειδής''': ἐς, ἔχων βώλακας ἤ βώλους, Θεόφρ. Πυρ. 65. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 100.
|lstext='''βωλοειδής''': ἐς, ἔχων βώλακας ἤ βώλους, Θεόφρ. Πυρ. 65. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 100.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que tiene forma de terrón]], [[aterronado]] ἡ κονία ... ἡ [[ἀρτίκαυστος]] καὶ β. Thphr.<i>Ign</i>.65, σκορόδου κεφαλὴ β. Erot.61.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en forma de terrón]] ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖα Dsc.1.73.
}}
}}