Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βωλοειδής

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωλοειδής Medium diacritics: βωλοειδής Low diacritics: βωλοειδής Capitals: ΒΩΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: bōloeidḗs Transliteration B: bōloeidēs Transliteration C: voloeidis Beta Code: bwloeidh/s

English (LSJ)

βωλοειδές, cloddy, lumpy, Thphr. Ign.65, Erot. s.v. μώλυζα. Adv. βωλοειδῶς Dsc.1.73.

Spanish (DGE)

-ές
1 que tiene forma de terrón, aterronado ἡ κονία ... ἡ ἀρτίκαυστος καὶ β. Thphr.Ign.65, σκορόδου κεφαλὴ β. Erot.61.7.
2 adv. -ῶς en forma de terrón ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖα Dsc.1.73.

German (Pape)

[Seite 468] ές, schollig, klumpig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βωλοειδής: ἐς, ἔχων βώλακας ἤ βώλους, Θεόφρ. Πυρ. 65. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 100.

Greek Monolingual

βωλοειδής, -ές (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει βώλους, εύφορος.