Anonymous

ἀμφισφάλλω: Difference between revisions

From LSJ
big3_3
(6_2)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφισφάλλω''': [[κάμνω]] τι νὰ περιστραφῇ, ἐπὶ ἄρθρων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780· ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Μοχλικὸν 848. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀμφισφάλλω''': [[κάμνω]] τι νὰ περιστραφῇ, ἐπὶ ἄρθρων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780· ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Μοχλικὸν 848. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacer girar]] ἀμφισφάλλουσαι τὸ [[ἄρθρον]] ἀναγκάζουσιν ἐμπίπτειν haciendo girar la cabeza del hueso lo obligan a colocarse en su sitio</i> Hp.<i>Art</i>.2, cf. <i>Mochl</i>.5.
}}
}}